Μετοχές - Απαρέμφατα - Κριτήριο Αξιολόγησης


Το κείμενο προέρχεται από τη σειρά σχολικών βιβλίων της Κύπρου που προορίζονταν  για τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο γυμνάσιο αλλά αποσύρθηκαν ένα χρόνο μετά την εισαγωγή τους στα σχολεία. Επικεφαλής της συγγραφικής ομάδας είναι ο κ. Αντώνης Τσακμάκης, καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο Κύπρου. Δυστυχώς δεν υπάρχουν πλέον στο διαδίκτυο ούτε στην ιστοσελίδα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου της Κύπρου.

Εισαγωγικό σημείωμα

Ο Παρθένιος από τη Νίκαια της Βιθυνίας έζησε τον 1ο αι. π.Χ. και είναι γνωστός κυρίως ως ποιητής. Τα Ερωτικά παθήματα είναι μια συλλογή από συνοπτικές μυθολογικές ιστορίες με κοινό θέμα τις συμφορές που προκαλεί ο έρωτας. Οι ιστορίες δεν περιλαμβάνουν λεπτομέρειες και αφορούν γνωστά μυθολογικά πρόσωπα. Η ιστορία που ακολουθεί έχει σχέση με τον Αχιλλέα και το ερωτικό πάθημα μιας πριγκίπισσας από τη Λέσβο, της Πεισιδίκης.

Κείμενο - Περὶ Πεισιδίκης
Όταν ο Αχιλλέας άρχισε να κυριεύει τα νησιά που ήταν δίπλα στα ηπειρωτικά παράλια, επιτέθηκε και στη Λέσβο. Επειδή όμως (1)οἱ Μήθυμναν οἰκοῦντες αντιστέκονταν με πολλή γενναιότητα και ο Αχιλλέας βρέθηκε σε μεγάλο αδιέξοδο που δεν μπορούσε (2)πορθεῖν τὴν πόλιν, κάποια Πεισιδίκη Μηθυμναία, κόρη του βασιλιά, (3)θεασαμένη ἀπὸ τοῦ τείχους τὸν Ἀχιλλέα τον ερωτεύτηκε. Κι έτσι (4)τὴν τροφὸν διαπεμψαμένη (5)ὑπισχνεῖται ἐγχειρίσειν αὐτῷ τὴν πόλιν, αν βέβαια πρόκειται (6)αὐτὴν γυναῖκα ἕξειν. Εκείνος δέχτηκε αμέσως την πρότασή της. Όταν όμως κατέκτησε την πόλη, (7)νεμεσήσας για την πράξη της (8)ἐκέλευσε τοὺς στρατιώτας καταλεῦσαι τὴν κόρην.
Παρθένιος, Ἐρωτικὰ παθήματα

Λεξιλογική διευκόλυνση: θεῶμαι: βλέπω, τροφός: μπέιμπι σίτερ (το αφήνουμε όπως είναι), διαπέμπομαι: στέλνω, εγχειρίζω: παραδίδω, νεμεσῶ: εξοργίζομαι, καταλεύω: σκοτώνω με λιθοβολισμό

Παρατηρήσεις:
1.      Να αποδώσετε στα ελληνικά τα σημεία του κειμένου με τα μαύρα γράμματα. Γράψτε την ελληνική απόδοση με βάση την αρίθμηση που σας δίνεται.

(1)
(2)
(3)
(4)
(5)
(6)
(7)
(8)
8 μονάδες
2.      Με τη βοήθεια της γραμματικής (α) να αναγνωρίσετε το χρόνο των απαρεμφάτων που ακολουθούν και (β) να γράψετε τον ίδιο τύπο στον ενεστώτα:


χρόνος στον οποίο βρίσκονται
ίδιος τύπος στον Ενεστώτα
ἐγχειρίσειν:


καταλεῦσαι:



2 μονάδες
3.      Να αναγνωρίσετε το είδος των μετοχών (χρονική, υποθετική, εναντιωματική, αιτιολογική, τροπική, τελική, επιθετική, κατηγορηματική) στα παρακάτω παραδείγματα: (γράψτε την απάντηση δίπλα στο κάθε παράδειγμα)
Ὁ Νικίας ταῦτα φοβούμενος ἔστειλεν ἐπιστολήν.
Ἰάσων εὐθύς τριήρεις ἐπλήρου (γέμισε) ὡς βοηθήσων κατά θάλατταν.
Δίκαια δράσας συμμάχους τους θεούς ἕξεις (θα έχεις).
Ὁ Λεοντιάδης ταῦτα πράξας εἰς Λακεδαίμονα ἐπορεύετο.
Ἀθάνατόν γε ἡ ψυχὴ φαίνεται οὖσα.
5 μονάδες
4.      Να αναγνωρίσετε το είδος του απαρεμφάτου (ειδικό – τελικό) στα παραδείγματα που ακολουθούν: (γράψτε την απάντηση δίπλα στο κάθε παράδειγμα)
Οἱ Πέρσαι ἐνόμιζον τους ἀχαρίστους, ἀδίκους εἶναι.
Βούλομαι ὀλίγῳ μακρότερα περί τῶν πόλεων εἰπεῖν.
2 μονάδες

5.      Για κάθε παράδειγμα που ακολουθεί δίνεται και η ελληνική απόδοση. Με αυτό το δεδομένο βρείτε ποιο είναι το υποκείμενο των απαρεμφάτων στις αρχαιοελληνικές προτάσεις και κυκλώστε το.
Ὁ διδάσκαλος πειρᾶται διδάσκειν ὑμᾶς τά γράμματα / Ο δάσκαλος προσπαθεί να μας μάθει τα γράμματα
Φησί με τους στρατηγούς ἀποκτεῖναι / Λέει ότι σκότωσα τους στρατηγούς
Λέγεται Κῦρον εἰσβάλλειν εἰς την Κιλικίαν / Λέγεται ότι ο Κύρος εισβάλλει στην Κιλικία.
3 μονάδες

Κριτήριο Αξιολόγησης - Διαφωτισμός - Αμερικανική επανάσταση - Σοσιαλιστικές ιδέες


Ερωτήσεις

  1. Να αντιστοιχίσετε τι ιδέες της στήλης Α με τα πρόσωπα που τις διατύπωσαν στη στήλη Β. Σημειώστε τα ζεύγη από κάτω.


1. Οι άνθρωποι παραχώρησαν στο κράτος ορισμένες από τις ελευθερίες τους με κοινωνικό συμβόλαιο. Αν το κράτος παραβεί τους όρους του συμβολαίου τότε αυτοί έχουν δικαίωμα να αντισταθούν.
α. Α. Μοντεσκιέ
2. Το κράτος δεν πρέπει να επεμβαίνει στην οικονομική ζωή αλλά οφείλει να αφήνει την αγορά να λειτουργεί ελεύθερα με βάση την αρχή της προσφοράς και της ζήτησης.
β. Β. Ρουσό
3. Ο δάσκαλος πρέπει να θέτει μόνο ερωτήματα και να οδηγεί το μαθητή στην ανακάλυψη των απαντήσεων.
γ. Τζον Λοκ
4. Ο καθένας μπορεί να πιστεύει σε όποια θρησκεία επιθυμεί και επιλογή του να γίνεται σεβαστή απ’ όλους.
δ. Άνταμ Σμιθ
5. Οι εξουσίες δεν πρέπει να συγκεντρώνονται σε ένα πρόσωπο αλλά να ασκούνται από διαφορετικούς φορείς.
ε. Βολτέρος


5 μονάδες

2.      Ποιες από τις παρακάτω προτάσεις είναι σωστές (Σ) και ποιες λάθος (Λ); Σημειώστε δίπλα στην καθεμία Σ ή Λ. Δεν χρειάζεται να διορθώσετε τις λανθασμένες.

·         Σύμφωνα με τη θεωρία του Κοινωνικού Συμβολαίου κυρίαρχος σε μια οργανωμένη πολιτεία είναι ο αρχηγός της επανάστασης.

·         Μέσα από τις ιδέες του Διαφωτισμού δικαιώνεται η πίστη στην ανθρώπινη λογική.

·         Η αμερικανική επανάσταση είχε στόχο την ανεξαρτησία από την αγγλική κυριαρχία.

·         Στόχος των εργατικών αγώνων κατά τον Κ. Μαρξ πρέπει να είναι η απελευθέρωση από την εκμετάλλευση και η δημιουργία μιας κοινωνίας χωρίς κοινωνικές τάξεις.

·         Οι γυναίκες άρχισαν να διεκδικούν δικαιώματα χάρη στις ιδέες του Διαφωτισμού.
5 μονάδες

3.      Με βάση και αφορμή τα δύο αποσπάσματα (πηγές) που ακολουθούν α. να διακρίνετε και να καταγράψετε επιγραμματικά πέντε παράγοντες που γενικά οδήγησαν στην εμφάνιση και ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος στον κόσμο β. τη σημασία που είχε ο συνδικαλισμός για τους εργαζόμενους πέρα από τις διεκδικήσεις τους και γ. πότε και γιατί γιορτάζουν σε ολόκληρο τον κόσμο οι εργαζόμενοι.
6 μονάδες

Το 1929 ξεσπά στο Λαύριο μια μεγάλη απεργία από τους μεταλλωρύχους. Οι παρακάτω πληροφορίες προέρχονται από ρεπορτάζ εκείνων των ημερών και φιλοξενούνται σε ιστορικό αφιέρωμα στην εφ. Ριζοσπάστης 29/1/2015.

«Το Λαύριο απασχολεί σήμερα πάνω από 2.500 εργάτες που δουλεύουν στα Μεταλλεία (...) Δουλεύοντας ένα ολόκληρο 8ωρο τη μέρα, είναι υποχρεωμένοι λόγω του γλίσχρου μεροκάματου που παίρνουν, να δουλεύουν υπερωρίες, που ανεβάζουν έτσι τις ώρες δουλειάς σε 12 και να φτάσουν το μάξιμουμ μεροκάματό τους στις 60 δραχμές.
Ένας από τους μεγαλύτερους και σπουδαιότερους κινδύνους είναι η μολυβδίασις που παθαίνουν όλοι σχεδόν και σε σημείο που ύστερα από μερικά χρόνια να αχρηστεύονται εντελώς. Ο γιατρός της Εταιρίας Αλεξάνδρου τους είπε ξεκάθαρα: Αν κόψω ένα κομμάτι κρέας από πάνω σας και το πετάξω σε σκυλί ασφαλώς θα ψοφίσει».
«[Οι εργολάβοι]Παίρνουν τη δουλειά εργολαβικά κι έχοντες βέβαια κάθε συμφέρον να την τελειώσουν μια ώρα αρχίτερα τους υποχρεώνουν να δουλεύουν περισσότερο από την κανονισμένη ώρα και τους πιέζουν να εκτελούν τη δουλειά στα μπόσικα (ετοιμόρροπα) μέρη και τα πιο επικίνδυνα, πότε με χυδαιότατες βρισιές και απειλές διωξίματος και πότε με τη μπλόφα θα κλείσει η εταιρεία και δεν βγαίνει».

Το εργατικό κίνημα ως τρόπος ζωής
Το εργατικό κίνημα ήταν οργάνωση αυτοάμυνας, διαμαρτυρίας, επανάστασης. Αλλά για τους φτωχούς εργαζομένους ήταν κάτι περισσότερο από όργανο πάλης: ήταν επίσης και τρόπος ζωής. […] Ο τρόπος ζωής που οι ίδιοι σφυρηλατούσαν για τον εαυτό τους –ζωή συλλογική, μαχητική, ιδεαλιστική και απομονωμένη– προϋπέθετε το κίνημα, γιατί ο αγώνας ήταν η πεμπτουσία της. Με τη σειρά του το κίνημα τής έδινε συνοχή και λόγο ύπαρξης.
E.J. Hobsbawm, Η εποχή των επαναστάσεων, μτφρ. Μ. Οικονομοπούλου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1990, σ. 279.

4.      Τι είναι η εγκυκλοπαίδεια και ποιοι οι επικεφαλής της προσπάθειας αυτής;
_________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
4 μοναδες

Υποθετικοί λόγοι της Νέας Ελληνικής Προβλήματα και προβληματισμοί προς μια νέα εκπαιδευτική πρακτική


(Εργασία στο πλαίσιο μεταπτυχιακού μαθήματος στο ΕΑΠ) 
Περίληψη
Ο προσδιορισμός και η διδασκαλία των υποθετικών λόγων στην ελληνική γλώσσα στηρίζεται σε τυπικά χαρακτηριστικά που αφορούν τον σύνδεσμο εισαγωγής και τον χρόνο εκφοράς του ρήματος στην υπόθεση και την απόδοση. Μετά από μια σύντομη ανασκόπηση των σχολικών εγχειριδίων επιχειρείται να αναδειχτεί το περιοριστικό πλαίσιο που ορίζουν οι γραμματικές σε σχέση με τους υποθετικούς λόγους και να προταθεί μια κατεύθυνση διδασκαλίας που ξεπερνά τις ασάφειες και αξιοποιεί νέες επιστημονικές προσεγγίσεις.

Εισαγωγή
Το ζήτημα των υποθετικών λόγων είναι αρκετά περίπλοκο και ρευστό όταν κάποιος μπει στη διαδικασία προσέγγισης και περιγραφής τους και πολύ περισσότερο της διδασκαλίας τους. Η ρευστότητά του οφείλεται σε λόγους που αφορούν τα κριτήρια προσδιορισμού των υποθετικών λόγων αλλά  και την αδυναμία διαγλωσσικής αντιστοίχισης με βάση τα τυπικά τους χαρακτηριστικά. Κριτήρια όπως η παρουσία ή απουσία συνδέσμων, η έγκλιση και ο χρόνος εκφοράς των υποθετικών προτάσεων και της απόδοσής τους καθώς και η ποικιλία κατηγοριοποίησης που εμφανίζεται στις παραδοσιακές προσεγγίσεις ενδογλωσσικά και διαγλωσσικά οδηγούν σε ένα τοπίο νεφελώδες. Έτσι λοιπόν ενώ η περιγραφή των υποθετικών λόγων με τυπικά κριτήρια δεν έχει καθολική ισχύ, με σημασιολογικά κριτήρια έχει (Τζαβελέκου, Μ., Τσαγγαλίδης, Α., Ψάλτου-Joycey Α.,  2012: 123).
Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να εστιάσει κυρίως στην έννοια της υποθετικότητας η οποία ξεπερνά τα όρια της πρωτοτυπικότητας των υποθετικών λόγων ως συνδυασμού υπόθεσης και απόδοσης με κριτήρια τυπικά (ο.π, 2012: 122). Γι’ αυτό τα ερευνητικά ερωτήματα που θέτει αφορούν τις αιτίες που τελικά οι παραδοσιακές γραμματικές ορίζουν περιοριστικά την έννοια «υποθετικός λόγος», το βαθμό που τα τυπικά χαρακτηριστικά των υποθετικών λόγων επαρκούν για να μπορούν να αντιστοιχηθούν με την ερμηνεία και την κατηγοριοποίησή τους και τέλος την αξιοποίηση νέων επιστημονικών δεδομένων για τη διδασκαλία τους.
1.      Συμπεράσματα από την εξέταση των σχολικών γλωσσικών εγχειριδίων
Τα συμπεράσματα προέκυψαν από την εξέταση των εγχειριδίων που χρησιμοποιούνται στο δημοτικό και το γυμνάσιο ως βιβλία αναφοράς αλλά και ως βιβλία διδασκαλίας της γλώσσας. Πιο συγκεκριμένα πρόκειται για την Γραμματική του δημοτικού των Φιλιππάκη-Warburton κ.α, τη Γραμματική του γυμνασίου των Χατζησαββίδη και Χατζησαββίδου, τη Νεοελληνική Γλώσσα γ΄ γυμνασίου και το αντίστοιχο βιβλίο του καθηγητή. Ωστόσο θεωρούμε χρήσιμο να περιλάβουμε και το Συντακτικό της Νέας Ελληνικής του ΟΕΔΒ για το γυμνάσιο, στο βαθμό που διαμόρφωσε το βασικό πλαίσιο διδασκαλίας της Νέας ελληνικής αμέσως μετά τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976 και διδασκόταν για πολλά χρόνια.
Από την εξέταση λοιπόν των παραπάνω εγχειριδίων μπορούμε να οδηγηθούμε σε τρεις βασικές διαπιστώσεις για την περιγραφή των υποθετικών λόγων στο σχολείο. Καταρχάς σε όλα θεωρείται δεδομένη η εισαγωγή της υπόθεσης με δευτερεύουσες υποθετικές προτάσεις με το σύνδεσμο «αν» και μόνο κατ’ εξαίρεση η εισαγωγή με άλλους συνδέσμους ή η αντικατάσταση της υπόθεσης από ευθεία ερώτηση. Κατά δεύτερον διαπιστώνουμε μια σύγχυση όσον αφορά τα κριτήρια διάκρισης των ειδών τα οποία άλλοτε είναι τυπικά και άλλοτε σημασιολογικά. Τέλος διαφοροποίηση υπάρχει και στον αριθμό των ειδών των υποθετικών λόγων, αφού άλλοτε διαιρούνται σε δύο και άλλοτε σε τέσσερα είδη.

2.      Περιοριστική παραδοσιακή περιγραφή
Στην ενότητα αυτή εξετάζεται το πρόβλημα που προκύπτει όταν οι υποθετικοί λόγοι, κατά την παραδοσιακή περιγραφή, εκλαμβάνονται ως δομές στις οποίες η υπόθεση είναι πρόταση δευτερεύουσα υποθετική και εισάγεται με τον σύνδεσμο «αν». Σκοπός της ενότητας είναι να δείξει πως ένας τέτοιος προσδιορισμός είναι ιδιαίτερα περιοριστικός σε σχέση με τη γλωσσική πραγματικότητα.

2.1 Ο ορισμός
Όλες οι παραδοσιακές προσεγγίσεις θεωρούν ότι οι υποθετικοί λόγοι περιλαμβάνουν οπωσδήποτε δευτερεύουσα υποθετική πρόταση που εισάγεται με τον σύνδεσμο «αν». Ωστόσο η έννοια της υποθετικότητας ξεπερνά τα όρια του πρωτοτυπικού υποθετικού λόγου που προϋποθέτει την παραπάνω δομή (ο.π, 2012: 122). Έτσι μπορούμε να εντοπίσουμε αφενός προτάσεις που εισάγονται με τον σύνδεσμο «αν» αλλά δεν είναι υποθετικές, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των πλάγιων ερωτήσεων, και αφετέρου προτάσεις που εμπεριέχουν υποθετικότητα και εισάγονται με άλλους συνδέσμους όπως οι χρονικές και οι παραχωρητικές (ο.π, 2012: 131). Αν λοιπόν τον υποθετικό λόγο τον συγκροτούν δομές που η μία αποτελεί την υπόθεση και η άλλη την απόδοση τότε μπορούμε να περιλάβουμε στους υποθετικούς λόγους τις παρακάτω περιπτώσεις.

2.2 Απουσία υποθετικού συνδέσμου
2.2.1 Δομές με το «να»
Δομές που η υπόθεση δεν εισάγεται με τους γνωστούς υποθετικούς συνδέσμους αλλά είναι εμφανής η υποθετικότητα μπορούν επίσης να περιληφθούν στους υποθετικούς λόγους ( ο.π, 2012: 149). Μία τέτοια περίπτωση είναι οι δομές με το «να». Π.χ «Να το ήξερα νωρίτερα, θα κανόνιζα να έρθω», «Να μού ΄κανες τη χάρη, θα το εκτιμούσα», «Να τον δεις, δεν θα τον γνωρίσεις». Στις περιπτώσεις αυτές φαίνεται ότι η υποθετικότητα προκύπτει είτε λόγω του επιτονισμού είτε της μη βεβαιωτικότητα του «να» (ο.π., 2012: 150).

2.2.2 Δομές σε παράταξη
Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις στις οποίες οι υποθετικοί λόγοι εμφανίζουν σε παράταξη και όχι σε υπόταξη την υπόθεση και την απόδοση (ο.π., 2012: 151).
α. Μια συνηθισμένη δομή αποτελεί η υπόθεση με προστακτική και η απόδοση να ακολουθεί μετά από τους παρατακτικούς συνδέσμους «και/ή». Π.χ «Διάβασε και θα σου πάρω κινητό», «Βρες το ή θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα». Η υποθετικότητα στις παραπάνω δομές είναι εμφανής καθώς μπορούν να αντικατασταθούν από πρωτοτυπική υποθετική πρόταση: «Αν διαβάσεις θα σου πάρω κινητό», με την απόδοση να εκφράζει υπόσχεση και «Αν δεν το βρεις θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα», με την απόδοση να εκφράζει κάτι ανεπιθύμητο. (ο.π, 2012: 153).
β. Η χρήση της προστακτικής σε παράταξη αποτελεί και μέρος υποθετικών λόγων που εμφανίζονται στη διαφήμιση. Π.χ «Ξύστε και κερδίστε» όπου επίσης υπονοείται μια υπόθεση του τύπου: «Αν ξύσετε...» (ο.π., 2012: 153)
γ. Σε θέση υπόθεσης χωρίς εισαγωγή με σύνδεσμο βρίσκουμε και δομές με οριστική όπως στο παράδειγμα: «Μιλάς με τον διπλανό σου και σε πετάει έξω». (ο.π., 2012: 153)
δ. Επίσης ονοματικές φράσεις όπως: «Μια στραβοτιμονιά και σήμερα θα ήμουν αλλού» ή ονοματικές φράσεις σε διάζευξη όπως: «Μείωση μισθού ή απόλυση», με σαφές υπονόημα τη δομή: «Αν όχι μείωση μισθού τότε απόλυση». (ο.π., 2012: 154)
ε. Ασύνδετοι υποθετικοί λόγοι σε παράταξη όπως π.χ «Δε δουλεύεις, δεν τρως». Μάλιστα στις περιπτώσεις αυτές η ερμηνεία προκύπτει μόνο με την επίγνωση των συνθηκών επικοινωνίας και τον επιτονισμό, αφού το ίδιο το εκφώνημα δεν δίνει καμία ένδειξη υποθετικότητας.

2.2.3 Δομές με επιρρηματικούς προσδιορισμούς
α. Μετοχές ενεστώτα τόσο της ενεργητικής όσο και της μεσοπαθητικής φωνής. Είναι πολύ συνηθισμένες στη χρήση ως χρονικοϋποθετικοί ή υποθετικοί προσδιορισμοί. (ο.π., 2012: 155-156). Π.χ «κλαίγοντας τη μοίρα σου τελικά θα βαλτώσεις», «υποχωρώντας θα μείωνε την ένταση της στιγμής», «ψευδόμενος συστηματικά κάποια στιγμή θα εκτεθείς σε φίλους και γνωστούς».
β. Προθετικές φράσεις με το «με» ή το «χωρίς/δίχως» (ο.π., 2012: 158). Π.χ «Χωρίς προσπάθεια τίποτα δεν καταφέρνεις», «Με λίγη τύχη θα τα καταφέρουμε». Παρά το γεγονός ότι στην ερμηνεία διαπλέκεται και ο τρόπος, εύκολα ο φυσικός ομιλητής αντιλαμβάνεται την υποθετικότητα μια που τα παραπάνω παραδείγματα μπορούν να αντιστοιχηθούν με τις πρωτοτυπικές δομές: «Αν δεν προσπαθήσεις…» και «Αν έχουμε λίγη τύχη…»
γ. Σε θέση υπόθεσης μπορούν να βρεθούν και άλλες μη υποθετικές δευτερεύουσες προτάσεις (ο.π., 2012: 159-160). Π.χ  «Όποιος ζητάει βοήθεια του την προσφέρει» (Αν κάποιος ζητάει βοήθεια…), «Αφού κεράσεις έναν καφέ θα στα πω όλα» (Αν κεράσεις…), «Εφόσον το θέλεις πολύ, θα τα καταφέρεις» (Αν το θέλεις πολύ…).
δ. Λεξικές και παγιωμένες εκφράσεις που περιέχουν την υπόθεση στο λεξικό τους περιεχόμενο και κατά συνέπεια μπορούν να εκληφθούν από τον φυσικό ομιλητή/ακροατή ως το υποθετικό μέρος του λόγου. Π.χ «Σε περίπτωση που βρέχει δεν θα πάμε εκδρομή» (Αν βρέχει…), «Ας πούμε ότι έχει δίκιο, εγώ τι φταίω;» (Αν έχει δίκιο…). Με την ίδια λογική αναλύονται σε υποθετικές προτάσεις και κάποιες λόγιες εκφράσεις που παγιωμένες εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται στα νέα ελληνικά. Π.χ «έστω ότι», «δεδομένου ότι», «τηρουμένων των αναλογιών» κλπ (ο.π., 2012: 161).
Από την παραπάνω πραγμάτευση, λοιπόν, προκύπτει ότι ένας ορισμός που για τη δόμηση ενός υποθετικού λόγου θεωρεί απαραίτητη την εισαγωγή της υπόθεσης με υποθετικό σύνδεσμο είναι περιοριστικός. Πέρα δηλαδή από την υποθετική πρόταση που εισάγεται με υποθετικό σύνδεσμο, το ρόλο της υπόθεσης σ’ έναν υποθετικό λόγο μπορεί να παίξει και μια δομή χωρίς υποθετικό σύνδεσμο.

3. Τυπικά χαρακτηριστικά και ερμηνεία υποθετικών λόγων
Σε μια παραδοσιακή περιγραφή υπάρχει η τάση σε όλες τις γλώσσες να κατηγοριοποιούνται οι υποθετικοί λόγοι σε είδη με βάση τα τυπικά χαρακτηριστικά τους, δηλαδή το σύνδεσμο εισαγωγής, το χρόνο υπόθεσης και απόδοσης, την έγκλιση και τη χρονική σχέση υπόθεσης και απόδοσης. Τάση που σε μεγάλο βαθμό ισχύει στα ελληνικά, πιθανόν λόγω της ιδεολογικής εξάρτησης από τις παραδοσιακές περιγραφές της αρχαίας ελληνικής. Ωστόσο η προσέγγιση αυτού του τύπου παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα. Καταρχάς όπως είδαμε παραπάνω ακυρώνει ως υποθετικούς λόγους  αυτούς που στην υπόθεση έχουν άλλες δομές και όχι υποθετική πρόταση. Επίσης περιορίζει την ερμηνεία μόνο σε μία πρωτοτυπική σχέση η οποία μπορεί να ισχύει συνήθως αλλά δεν είναι καθολική. Έτσι για παράδειγμα ο υποθετικός λόγος «Αν του μιλούσε θα τον γνώριζε» μπορεί συνήθως να εκφράζει το αντίθετο του πραγματικού αλλά σε συγκεκριμένες συνθήκες επικοινωνίας μπορεί να αφορά και το σχετικά απίθανο μέλλον (ο.π., 2012: 123). Παρακάτω λοιπόν θα δούμε τη σχετικότητα των τυπικών χαρακτηριστικών ως κριτηρίων ερμηνείας των υποθετικών λόγων.

3.1 Υποθετικότητα,  έγκλιση και τροπικότητα
Η έγκλιση αποτελεί τη γραμματικοποιημένη τροπικότητα και επομένως τα χαρακτηριστικά της είναι μορφολογικά (Τσαγγαλίδης, 2012: 1165). Στην περίπτωση των υποθετικών προτάσεων ο τύπος που δημιουργεί σύγχυση στην περιγραφή της ερμηνείας είναι ο τύπος που ορίζεται ως υποτακτική αορίστου στην παραδοσιακή περιγραφή π.χ «δω». Στη σχολική προσέγγιση θεωρείται ότι δηλώνει κάτι αβέβαιο ή επιθυμητό. Από την άλλη όλες οι γραμματικές συμφωνούν ότι η οριστική δηλώνει κάτι το βέβαιο ή πραγματικό (Φιλιππάκη-Warburton, Ει., Μ. Γεωργιαφέντης, Γ. Κοτζόγλου & Μ. Λουκά, χ.χ.: 141 και Χατζησαββίδης & Χατζησαββίδου, 2015: 127). Με τη λογική αυτή, λοιπόν, θα έπρεπε να υπάρχει μια σαφής ερμηνευτική διάκριση ανάμεσα στις δύο παρακάτω εγκλιτικές επιλογές: «Αν τον δω θα του το πω» και «Αν τον έβλεπα θα του το έλεγα». Ωστόσο για τον φυσικό ομιλητή της ελληνικής είναι αυτονόητο ότι η πρώτη πρόταση εκφράζει μεγαλύτερη βεβαιότητα απ’ ότι η δεύτερη που εκφέρεται με οριστική.
Στην πραγματικότητα λοιπόν εκείνο που έχει σημασία στην ερμηνεία των υποθετικών λόγων δεν είναι η έγκλιση αλλά η τροπικότητα (Τζαβελέκου, Μ., Τσαγγαλίδης, Α., Ψάλτου-Joycey Α., 2012: 176). Άλλωστε η κύρια διαφορά μεταξύ υποθετικών προτάσεων και των άλλων δευτερευουσών αλλά και κύριων είναι η έλλειψη διαβεβαίωσης και επομένως εύλογα η έγκλιση ως κριτήριο περισσεύει, όπως δείχνουν και τα παραδείγματα που ακολουθούν (ο.π., 2012: 177-178): «Έχετε το πρόβλημα (οριστική); Έχουμε τη λύση», «Γύρνα (προστακτική) νωρίς ή δεν θα μπεις στο σπίτι», «Ας αλλάξει (υποτακτική) γνώμη και τα λέμε», «Προσπαθώντας (γερούνδιο) περισσότερο θα τα καταφέρεις».

3.2 Υποθετικότητα και χρόνος
Όσον αφορά την έννοια του χρόνου στους υποθετικούς λόγους, όλες οι σχολικές γραμματικές συμφωνούν ότι η σχέση υπόθεσης και απόδοσης είναι σχέση χρονικής ακολουθίας με την υπόθεση να προηγείται χρονικά έναντι της απόδοσης (Φιλιππάκη-Warburton, Ει., Μ. Γεωργιαφέντης, Γ. Κοτζόγλου & Μ. Λουκά, χ.χ.: 196 και Χατζησαββίδης & Χατζησαββίδου, 2015: 149). Π.χ «Αν πληρωθώ αύριο θα σου αγοράσω την μπλούζα». Ωστόσο η σχέση αυτή μπορεί να είναι και ταυτόχρονη ή να προηγείται η απόδοση έναντι της υπόθεσης που εκφράζει μια προοπτική όπως φαίνεται στα παρακάτω παραδείγματα: «Αν βρέχει θα μείνουμε στο σπίτι» και «Είμαι στη διάθεσή σου αν πρόκειται να συνεργαστούμε» (ο.π., 2012: 178-179).
Το δεύτερο ζήτημα που σχετίζεται με το χρόνο στους υποθετικούς λόγους είναι αυτό της εκφοράς της υπόθεσης με παρελθοντικό χρόνο. Στις υποθετικές λοιπόν προτάσεις η χρήση ενός τέτοιου ρηματικού τύπου δεν σημαίνει αναφορά στο παρελθόν αλλά στο παρόν ή στο μέλλον. Π.χ «Αν το μάθαινε αυτό ο πατέρας σου, αλίμονό σου!» Στην περίπτωση αυτή ο ρηματικός τύπος της υπόθεσης, αν και παρελθοντικός, δεν αναφέρεται στο παρελθόν αλλά σε ενδεχόμενο μέλλον. Σε σχέση με μια διατύπωση «Αν το μάθει ο πατέρας σου, αλίμονό σου!» η διαφοροποίηση δεν αφορά το χρονικό επίπεδο αλλά την τροπικότητα. Στην πρώτη περίπτωση φαίνεται ο ομιλητής να θέλει να αποσείσει την υποψία ότι μπορεί να είναι αυτός που θα πληροφορήσει τον πατέρα ενώ στη δεύτερη περίπτωση φαίνεται να εμπλέκεται περισσότερο. Επομένως εκείνο που έχει σημασία δεν είναι η χρονικότητα του ρήματος αλλά η τροπικότητα. Κάτι βέβαια που σχετίζεται απόλυτα με τις συνθήκες επικοινωνίας και το περικείμενο.

 3.3 Υποθετικότητα και όψη
Η έννοια της όψης του ρήματος στις παραδοσιακές περιγραφές της ελληνικής παρουσιάζεται ως διάκριση ανάμεσα στο ενεστωτικό και αοριστικό θέμα του ρήματος. Η σύγχρονη προσέγγιση διαγλωσσικά διακρίνει τη μη συνοπτική από τη συνοπτική όψη ανάμεσα π.χ στο «βλέπω» και «δω» ή στο «έβλεπα» και «είδα». Η μη συνοπτική όψη δίνει περισσότερες σημασιολογικές και συντακτικές δυνατότητες απ’ ό,τι η συνοπτική όπως φαίνεται από τα παραδείγματα που ακολουθούν (ο.π., 2012: 188):  «Αν βλέπεις το ρολόι σου θα είσαι στην ώρα σου στο ραντεβού» και «Αν δεις το ρολόι σου θα είσαι στην ώρα σου στο ραντεβού». Στην πρώτη περίπτωση η αναφορά μπορεί να αφορά το παρόν και το μέλλον ενώ η δεύτερη μόνο το μέλλον. Επίσης ένας μη συνοπτικός παρελθοντικός τύπος μπορεί να ερμηνεύεται συνοπτικά ενώ ένας συνοπτικός δεν μπορεί να ερμηνεύεται μη συνοπτικά (ο.π., 2012: 190). Π.χ «Αν τον έβλεπες αύριο στο πάρτι θα του ζητούσες συγγνώμη;». Η υπόθεση μπορεί να αντιστοιχηθεί με το «Αν αύριο τον δεις…».
Επομένως οι έννοια του γραμματικού χρόνου από μόνη της δεν μπορεί να αντιστοιχηθεί με συγκεκριμένες ερμηνείες. Εκείνο που παίζει τον σημαντικό ρόλο για να ερμηνευθούν οι υποθετικοί λόγοι είναι η τροπικότητα των ρηματικών τύπων και το περικείμενο καθώς δεν υπάρχει αυτόνομη χρονική αναφορά (Γεωργιαφέντης, Μ., Κοτζόγλου, Γ., Φιλιππάκη-Warburton, Ε. , 2011: 83)

4. Νέα επιστημονικά δεδομένα και διδασκαλία

4.1 Θεωρητικό πλαίσιο
Από την παραπάνω πραγμάτευση φαίνεται ότι οι υποθετικοί λόγοι αποτελούν ένα πεδίο που η παραδοσιακή περιγραφή δυσκολεύεται να προσδιορίσει και αυτό δημιουργεί ένα χάσμα ανάμεσα στη γλώσσα της πραγματικής χρήσης και αυτή που περιγράφουν οι γραμματικές (Χαραλαμπόπουλος, Α. & Χατζησαββίδης, Σ. 1997: 54). Μια από τις βασικές διαπιστώσεις που κάναμε παραπάνω είναι ότι παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην περίπτωση των υποθετικών λόγων οι περιστάσεις επικοινωνίας. Αν λοιπόν η γλωσσική ικανότητα αφορά τις σωστές γραμματικά προτάσεις, ιδιαίτερο βάρος οφείλει η διδασκαλία να ρίχνει και στην επικοινωνιακή ικανότητα που αφορά τη συμβατότητα των προτάσεων με τις συνθήκες επικοινωνίας (Αρχάκης, 2007: 21).  Επομένως το ζητούμενο μιας διδασκαλίας δεν είναι μια αφηρημένη μεταγλωσσική γνώση αλλά η γλωσσική επίγνωση που αφορά τη λειτουργία των γλωσσικών δομών (Αρχάκης, 2007: 34).
Σε μια τέτοια λειτουργική κατηγοριοποίηση τείνουν νέες προσεγγίσεις των υποθετικών λόγων με βάση κριτήρια σημασιολογικά και πραγματολογικά, ανεξάρτητα από τα τυπικά τους χαρακτηριστικά (Τζαβελέκου, Μ., Τσαγγαλίδης, Α., Ψάλτου-Joycey Α., 2012: 196). Η Sweetser (1990) προβαίνει σε μια αρκετά γενικευτική διάκριση των υποθετικών λόγων σε τρία «γνωσιακά» είδη ανάλογα με το πεδίο στο οποίο ανήκουν: το πεδίο του περιεχομένου, το επιστημικό και των γλωσσικών πράξεων (ο.π., 2012: 198). Η Αθανασιάδου και Dirven (1997) διακρίνουν επίσης τρία είδη υποθετικότητας με βάση τη σχέση υπόθεσης και απόδοσης χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τα τυπικά χαρακτηριστικά (ο.π., 2012: 203). Πιο συμβιβαστική είναι η περιγραφή της Dancygier (1998) η οποία, με αφετηρία την αγγλική γλώσσα, αποδέχεται τους τρεις υποθετικούς λόγους της αγγλικής ως «ευδιάκριτες δομικές ποικιλίες» αλλά αποδίδει σ’ αυτές συγκεκριμένο σημασιολογικό περιεχόμενο, αυτό της πρόβλεψης. Θεωρεί λοιπόν ότι οι περιπτώσεις υποθετικών λόγων που δεν εμπίπτουν στο περιεχόμενο αυτό δεν φέρουν και τα τυπικά χαρακτηριστικά των τριών τυπικών ειδών και γι’ αυτό τους κατατάσσει σε άλλα πεδία (ο.π., 2012: 205). Τέλος η υποθετικότητα όπως την περιγράφουν οι Decklerk και Reed (2001) συνδέεται άρρηκτα με τις πραγματολογικές παραμέτρους της επικοινωνίας και τις προθέσεις του ομιλητή και γι’ αυτό δεν είναι εύκολη η κατηγοριοποίησή τους. Έτσι ένας υποθετικός λόγος ανάλογα με τα κριτήρια μπορεί να ανήκει σε διαφορετική κατηγορία (ο.π., 2012: 208).

4.2 Διδακτική προσέγγιση
Εστιάζοντας λοιπόν στους υποθετικούς λόγους της ελληνικής μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η παραδοσιακή διδασκαλία αφήνει απ’ έξω πολλούς που δεν ανήκουν στα είδη των υποθετικών λόγων που εμφανίζονται στις γραμματικές. Μια τέτοια προσέγγιση δίνει την εντύπωση ότι η γλώσσα είναι ένα κλειστό και αυστηρά οριοθετημένο σύστημα χωρίς δυνατότητα επιλογών ή αποκλίσεων (Φιλιππάκη-Warburton, 2000: 39). Για να αρθεί επομένως η στρεβλή αυτή εικόνα θα μπορούσε η διδασκαλία να περιλαμβάνει σε κλιμακωτή πορεία την περιγραφή και αναγνώριση όλων των περιπτώσεων υποθετικότητας ανεξάρτητα από τα τυπικά χαρακτηριστικά τους.
Έχοντας υπόψη ότι στο σχολείο μιλάμε για φυσικούς ομιλητές της ελληνικής η διδασκαλία θα μπορούσε να κινηθεί κλιμακωτά από το δημοτικό στο γυμνάσιο. Στο δημοτικό αρκεί η εξοικείωση με τα θεμελιώδη τυπικά χαρακτηριστικά όπως η σύνδεσμοι και οι τύποι των ρημάτων καθώς και η επαφή με τους πρωτοτυπικούς υποθετικούς λόγους. Στο γυμνάσιο το βασικό ζητούμενο πρέπει να είναι η χρήση και η ερμηνεία βάσει κυρίως σημασιολογικών και πραγματολογικών κριτηρίων, ώστε να αποκαλύπτεται η υποθετικότητα και στις περιπτώσεις των μη πρωτοτυπικών υποθετικών λόγων (Τζαβελέκου, Μ., Τσαγγαλίδης, Α., Ψάλτου-Joycey Α., 2012: 249).
Προκειμένου να χτιστεί κλιμακωτά η διδασκαλία θα ήταν προτιμητέο να ξεκινήσει από δομές με ρητούς δείκτες υποθετικότητας, δηλαδή σύνδεσμο εισαγωγής και τυπικούς ρηματικούς τύπους και αναγνώριση των πρωτοτυπικών σχέσεων που εκφράζουν (ο.π., 2012: 249). Στη συνέχεια μπορούμε να εστιάσουμε στην τροπική διάβαθμιση της πιθανότητας/βεβαιότητας όπως αποτυπώνεται στους τρεις τυπικούς υποθετικούς λόγους. Στόχος η αναγνώριση της κλιμάκωσης στο συνεχές αυτής της τροπικότητας. Π.χ
«Αν διαβάσω θα γράψω στις εξετάσεις.»
«Αν διάβαζα, θα έγραφα στις εξετάσεις.»
«Αν είχα διαβάσει, θα είχα γράψει στις εξετάσεις.»
Κατόπιν μπορούμε να συμπεριλάβουμε μη τυπικούς συνδυασμούς με σχετική όμως σημασιολογική διαφάνεια, ώστε να αποκαλύψουμε ότι η γλωσσική πραγματικότητα και χρήση είναι πιο διευρυμένη. Π.χ
«Αν το θέλεις, φύγε.»
«Αν αυτός έχει κότερο, εγώ είμαι αστροναύτης.»
«Αν έχεις δίκιο, γιατί ζητάς συγνώμη;»
Στο τέλος παρουσιάζουμε δομές χωρίς υποθετική πρόταση. Π.χ «Ξύστε και κερδίστε».
Η παραπάνω προσέγγιση έχει σκοπό να αποκαλύψει στους μαθητές την ποικιλία των υποθετικών δομών. Ωστόσο, επειδή, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, οι μαθητές είναι φυσικοί ομιλητές της ελληνικής, ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα είχε η λειτουργική επικοινωνιακή προσέγγιση. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να ζητήσουμε από τους μαθητές να εντοπίσουν σε κείμενα, κυρίως διαλογικά, δομές υποθετικότητας ανεξάρτητα από τα τυπικά τους χαρακτηριστικά. Αποσπάσματα από θεατρικά έργα προσφέρονται για μια τέτοια προσέγγιση.
Επίσης ενδιαφέρουσες είναι ασκήσεις με παραδείγματα υποθετικότητας που σκοπό έχουν να εικάσουν οι μαθητές τις συνθήκες επικοινωνίας κάτω από τις οποίες αρθρώνονται, το ρόλο του επιτονισμού και τη διαφορά στη σημασία για κάθε περίσταση. Π.χ «Δεν δουλεύει, δεν τρώει», «Αν το μάθαινε ο πατέρας σου, αλίμονό σου!» και «Αν το μάθει ο πατέρας σου αλίμονό σου!». Η εστίαση στην τροπικότητα μπορεί να αποκαλύψει τη σχέση μεταξύ σημασίας και πραγματολογικών συνθηκών. Επίσης ασκήσεις χρονικής ακολουθίας που ανατρέπουν το πρωτοτυπικό χαρακτηριστικό της ακολουθίας των γεγονότων όπως: «Γενικά τη βοηθάω αν μου κάνει κάποια χάρη σε ανταπόδοση». Και οι μετασχηματιστικές ασκήσεις μπορούν να βοηθήσουν τους μαθητές να αντιληφθούν την υποθετικότητα σε δομές που δεν έχουν υποθετική πρόταση. Π.χ να αντικαταστήσουν την υποθετική πρόταση με προθετικές φράσεις: «Αν είχαμε λίγη τύχη, θα προλαβαίναμε το λεωφορείο / Με…» Επίσης παραφράσεις που οδηγούν σε υποθετική πρόταση όπως: «Ξύστε και κερδίστε / Αν…».

Συμπεράσματα
Η υποθετικοί λόγοι αποτελούν πεδίο νεφελώδες κυρίως γιατί η αναγνώρισή τους ξεπερνά τα τυπικά δομικά χαρακτηριστικά και συνδέεται με σημασιολογικά και πραγματολογικά κριτήρια. Σκοπός της διδασκαλίας θα πρέπει να είναι η αποκάλυψη αυτής της ποικιλίας τόσο σε δομικό όσο και σε σημασιολογικό και πραγματολογικό επίπεδο. Οποιαδήποτε προσέγγιση δοκίμαζε να συναρτήσει τους υποθετικούς λόγους της ελληνικής με αυτούς από άλλες γλώσσες και πολύ περισσότερο της αρχαίας ελληνικής θα οδηγούσε σε αδιέξοδο μια που τα τυπικά χαρακτηριστικά κάθε γλωσσικού συστήματος διαφέρουν. Αντίθετα η εστίαση στην έννοια της υποθετικότητας, που υπάρχει σε κάθε γλώσσα, μέσα από μια επικοινωνιακή προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει σε πληρέστερη περιγραφή και στη γλωσσική επίγνωση.

Βιβλιογραφία
Αρχάκης, Α. (2007). Γλωσσική διδασκαλία και σύσταση των κειμένων. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη
Γεωργιαφέντης, Μ., Κοτζόγλου, Γ., Φιλιππάκη-Warburton, Ε. (2011). Η συμβολή της γλωσσολογικής έρευνας στη σχολική γραμματική: ζητήματα ανάλυσης της γλώσσας στη Γραμματική Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού. Στο Μελέτες για την ελληνική γλώσσα 31 (σσ. 76-88). Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
Κατσαρού, Ε., Μάγγανα, Α., Σκιά, Α., Τσέλιου, Β. (χ.χ). Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ Γυμνασίου. ΙΤΥΕ «Διόφαντος».
Κατσαρού, Ε., Μάγγανα, Α., Σκιά, Α., Τσέλιου, Β. (χ.χ). Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ Γυμνασίου. Βιβλίο εκπαιδευτικού. ΙΤΥΕ «Διόφαντος».
Συντακτικό της Νέας Ελληνικής Α΄, Β΄ και Γ΄ Γυμνασίου. (2006). 21η έκδοση. Αθήνα: ΟΕΔΒ.
Τζαβελέκου, Μ., Τσαγγαλίδης, Α., Ψάλτου-Joycey Α. (2012). Το χρονικό σύστημα της νέας ελληνικής: Μελέτες από τη σκοπιά της ελληνικής ως ξένης γλώσσας. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη
Τσαγγαλίδης, Α. (2012). Ρηματικές κατηγορίες για την περιγραφή της Νέας Ελληνικής: Χρόνοι, εγκλίσεις και τι άλλο; Στο Z. Gavriilidou, A. Efthymiou, E. Thomadaki και P. Kambakis-Vougiouklis (επιμ.) Selected Papers of the 10th International Conference in Greek Linguistics, 1164-1169. Komotini: Democritus University of Thrace
Φιλιππάκη-Warburton, Ε. Γραμματική και σχολική παιδεία. Γλωσσικός Υπολογιστής (τόμος 2, τεύχος 1-2, Δεκέμβριος 2000) σσ. 33-45.
Φιλιππάκη-Warburton, Ει., Μ. Γεωργιαφέντης, Γ. Κοτζόγλου & Μ. Λουκά. (χ.χ.). Γραμματική Ε’ & ΣΤ’ Δημοτικού. Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Ανάδοχος Συγγραφής: Εκδόσεις Πατάκη. ΙΤΥΕ «Διόφαντος».
Χαραλαμπόπουλος, Α. & Χατζησαββίδης, Σ. (1997). Η διδασκαλία της λειτουργικής χρήσης της γλώσσας: Θεωρία και πρακτική εφαρμογή. Θεσσαλονίκη: Κώδικας
Χατζησαββίδης, Σ. & Χατζησαββίδου, Α. (2015). Γραμματική της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Α΄, Β΄, Γ΄ Γυμνασίου. Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Ανάδοχος Συγγραφής: Ελληνικά Γράμματα. ΙΤΥΕ «Διόφαντος».