Δόμηση ταυτοτήτων σε σκηνές χιουμοριστικών ελληνικών σειρών: Κριτική αποτίμηση και μια πρόταση αξιοποίησης στη διδακτική πράξη.

 (Εργασία στο πλαίσιο μεταπτυχιακού μαθήματος στο ΕΑΠ)
 
Εισαγωγή
Στη συνείδηση των περισσότερων η γλώσσα είναι ταυτισμένη με το σύστημα. Η εμπειρία από τη παραδοσιακή διδασκαλία της μητρικής στο σχολείο, αλλά και της εκμάθησης ξένων γλωσσών δείχνει ότι η γλώσσα αντιμετωπίζεται σαν κάτι ομοιογενές και ενιαίο που δεν επηρεάζεται από εξωγλωσσικούς παράγοντες και επικοινωνιακές περιστάσεις. Εκεί οφείλεται και ο σχεδόν αποκλειστικός προσανατολισμός της διδασκαλίας  στο μορφοσυντακτικό επίπεδο και την πρότυπη εκδοχή της γλώσσας. Αντίθετα η κοινωνιογλωσσολογική προσέγγιση την αντιλαμβάνεται ως ένα επικοινωνιακό γεγονός που επηρεάζεται από κοινωνικές παραμέτρους (φύλο, ηλικία, κοινωνική τάξη, μόρφωση, γεωγραφική προέλευση, επάγγελμα) και διακρίνεται για την ποικιλότητά της (Αρχάκης, Κονδύλη 2011: 31, 33). Εκείνο λοιπόν που απασχόλησε την προσέγγιση της γλώσσας με βάση τους παραπάνω όρους είναι αν οι κοινωνικές κατηγορίες μέσα από μια ουσιοκρατική οπτική πρέπει να αντιμετωπίζονται ως κάτι παγιωμένο που εκφράζεται διά της γλώσσας ή αν μέσα από μια κατασκευαστική οπτική οι ίδιες οι γλωσσικές επιλογές κατασκευάζουν δυναμικά κάθε φορά τις ταυτότητες των ομιλητών (Λαμπροπούλου 2014: 409). Παρά το γεγονός ότι οι κοινωνικές μας καταβολές διαμορφώνουν μια ταυτοτική αφετηρία ωστόσο οι πραγματολογικές συνθήκες είναι αυτές που μας οδηγούν να (ανα)κατασκευάζουμε διαφορετικές ταυτότητες σε διαφορετικές περιστάσεις επικοινωνίας και γλωσσικής διεπίδρασης (Αρχάκης, Τσάκωνα 2011: 40). Κάτι που φαίνεται έκδηλα και μοιάζει ιδιαίτερα χρήσιμο στην περίπτωση των προϊόντων μαζικής κουλτούρας που έχουν στόχο την ψυχαγωγία (Archakis et al. 2014: 48).
Στην παρούσα εργασία εξετάζουμε σκηνές από τρεις ελληνικές τηλεοπτικές σειρές (βλ. Παράρτημα) με σκοπό να αποκρυπτογραφήσουμε τους χαρακτήρες και τις ταυτότητες που κατασκευάζουν μέσα από τα υφολογικά στοιχεία των γλωσσικών τους επιλογών, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη εξωγλωσσικούς και παραγλωσσικούς σημειωτικούς πόρους. Μετά από έναν κριτικό σχολιασμό των επιλογών που έκαναν οι σεναριογράφοι για να χτίσουν τους χαρακτήρες των σειρών, η εργασία κλείνει με μια πρόταση διδασκαλίας  κειμένων μαζικής κουλτούρας στο σχολείο.

1.      Υφολογικά στοιχεία και ταυτότητες χαρακτήρων
1.1Σαββατογεννημένες
Και οι δύο σκηνές εκτυλίσσονται στο μαγαζί της Σούλας (Σ) μεταξύ της ίδιας και του υπαλλήλου της του Χοσέ (Χ) που είναι λατινοαμερικάνος και έρθει από την Ουρουγουάη. Το μαγαζί βρίσκεται στην Πλάκα και πουλάει αναμνηστικά σουβενίρ για τουρίστες.
Οι υφολογικοί πόροι από τους οποίους αντλεί το ρεπερτόριό του ο Χοσέ σχετίζονται καταρχάς με την ξένη καταγωγή του. Η αδυναμία του να μιλήσει καλά ελληνικά είναι  εμφανής μέσα από αποκλίσεις σε διάφορα επίπεδα της γλώσσας καθώς εύκολα εντοπίζονται φωνολογικά λάθη (Φοίμπο, αστενομία, Αλμπανία, πλουσάκια), λάθη μορφολογίας (δύο μέρας, άξηση), και βέβαια λεξιλογίου και σημασιολογίας, όταν π.χ δεν μπορεί να διακρίνει τη μεταφορική χρήση της λέξης «μαιμού» και την χρησιμοποιεί σε ελεύθερη εναλλαγή με τη λέξη «πίθηκος».
Ειδικά η λατινοαμερικανική ταυτότητα δομείται μέσα από απλές λέξεις της ισπανικής γλώσσας τις οποίες χρησιμοποιεί ως δείκτες και είναι γνωστές ακόμη και σε όσους δεν γνωρίζουν ισπανικά (σι, σενιόρα, πορκέ, έουρος). Παρόμοια είναι και η στόχευση της  γρήγορης εκφοράς του λόγου που επισημαίνεται από την ελληνίδα συνομιλήτριά του και φαίνεται να επιβεβαιώνει ότι στην Ελλάδα τουλάχιστον θεωρείται γνώρισμα των λατινόγλωσσων ομιλητών.  Έτσι χτίζεται ένας χαρακτήρας αρκετά συμπαθής και χαριτωμένος ήδη μέσα από τα γλωσσικά ολισθήματά του που διαμορφώνουν ένα ευτράπελο ύφος.
Ωστόσο  μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν άλλες γλωσσικές επιλογές που παραβιάζουν την περίσταση επικοινωνίας και τα όρια της σχέσης του με τη συνομιλήτριά του. Ο χαρακτήρας που χτίζει ο Χοσέ διακρίνεται από έντονη αδιακρισία, αυθάδεια και καχυποψία. Ενώ λοιπόν ο ίδιος είναι ένας απλός υπάλληλος, το ύφος με το οποίο αντιμετωπίζει την ιδιοκτήτρια του μαγαζιού είναι μάλλον επιθετικό και γεμάτο αγένεια και αυθάδεια. Χρησιμοποιεί μόνο ενικό αριθμό παρά τη διαφορά στην ιεραρχία και στην ηλικία, κάνει ερωτήσεις αδιάκριτες με ελεγκτικό περιεχόμενο που αφορούν την ιδιωτική ζωή της Σούλας και την ειρωνεύεται. Οι γλωσσικές επιλογές του λοιπόν χτίζουν την ταυτότητα ενός πονηρού, αυθάδη, επιθετικού, και κουτσομπόλη τύπου. Ταυτόχρονα όμως χαριτωμένου και αστείου καθώς παραβιάζει τους βασικούς κανόνες που αναμένουμε να ισχύουν στην ιεραρχική σχέση μεταξύ αφεντικού και υπαλλήλου, δείχνει να μην έχει συναίσθηση της περίστασης επικοινωνίας, άγνοια του κινδύνου της απόλυσης και κάνει βέβαια πολλά χαριτωμένα γλωσσικά λάθη.
Η Σούλα από την άλλη μεριά παρουσιάζεται να έχει αυταρχικά χαρακτηριστικά. Χρησιμοποιεί λόγο κοφτό, στακάτο, ειρωνεύεται, και εξαπολύει ευθείες απειλές, επιθέσεις και απαγορεύσεις με την προστακτική να κυριαρχεί και με λεξιλόγιο προσβλητικό (τέρας, σίχαμα, απεύθυνση με το «βρε»).  Ένας χαρακτήρας που ο δυναμισμός του παράγει μια ταυτότητα πιο κοντά στο αντρικό κοινωνικό φύλο και στον σκληρό εργοδότη.  Ωστόσο ταυτόχρονα είναι πολύ συμπαθής μια που όλα αυτά συγκροτούν την σχεδόν απελπισμένη της προσπάθεια να αμυνθεί απέναντι σ’ έναν αδιάκριτο, θρασύ, τεμπέλη αλλά και χαριτωμένο υπάλληλο που δεν έχει πλήρη συναίσθηση των επικοινωνιακών συνθηκών και των κοινωνικών παραμέτρων που τις ορίζουν.
1.2 Βασιλιάδες
Με βάση τις δύο σκηνές (βλ. Παράρτημα) τα πρόσωπα που προσεγγίζουμε είναι: Μάρκος Βασιλιάς, Γιούλη και κ. Ροζάκη
Ο Μάρκος Βασιλιάς παρουσιάζεται σαν ένας λαϊκός άνθρωπος που προσγειώνεται ξαφνικά σε ένα περιβάλλον μεγαλοαστικό με την ιδιότητα πλέον του προέδρου μεγάλης εταιρίας. Στο πλαίσιο αυτό οι συνθήκες επικοινωνίας απαιτούν επισημότητα και σεβασμό σε συμβάσεις που του είναι άγνωστες. Εκεί ακριβώς δομείται και η δική του ταυτότητα. Πιο συγκεκριμένα, έναντι των αναμενόμενων γλωσσικών συμβάσεων που προϋποθέτουν αυτές οι περιστάσεις επικοινωνίας και ορίζονται από την απόσταση μεταξύ των συνομιλητών, ο Μάρκος εμφανίζει ένα πρόσωπο λαϊκού ανθρώπου εντελώς έξω από την επίσημη σύμβαση. Τα γλωσσικά στοιχεία που χτίζουν αυτή τη λαϊκότητα έχουν ως άξονα την οικειότητα στο ύφος αντί της απόστασης και σχετίζονται  με τις λεξιλογικές επιλογές του (γεια χαραντάν, βαρβολίνες, βγάζει και όχι παράγει, μην κωλώνετε, μπέσα, θα ξηγηθεί σπαθί, φαμελιές, μπούρου μπούρου, κυρά αντί κυρία) που παραπέμπουν στη λεγόμενη «γλώσσα της πιάτσας». Επίσης συνδέονται με την αφέλεια ως μια ιδιότητα λαϊκή που εκφράζεται είτε με την αμηχανία μπροστά στο μεγαλείο της στιγμής (φυσάει το μικρόφωνο, επαναλαμβάνει λέξεις, ρωτάει δημοσίως πράγματα που τον εκθέτουν) είτε με την ομολογία του ότι δεν έχει διαβάσει τους όρους του συμβολαίου που υπέγραψε. Διαγράφεται ένας χαρακτήρας με έντονο αυθορμητισμό, ειλικρίνεια, έξω από τα νερά του, ξένος προς το κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον που απευθύνεται, χωρίς γνώση, χωρίς συναίσθηση των περιστάσεων επικοινωνίας όπως δείχνουν και οι - άσχετες με την περίσταση και το θέμα, διαφημιστικού τύπου  -προσκλήσεις που απευθύνει στο κοινό για την ταβέρνα της οικογένειάς του.
Η Γιούλη είναι μια γυναίκα λαϊκή και το δείχνει μέσα από την αυθόρμητη, χωρίς συμβάσεις επιθετικότητά της προς την κ. Ροζάκη. Αντιλαμβάνεται την εξουσία του Μάρκου ως συλλογική οικογενειακή εξουσία (πρόεδροι είμαστε) κάτι που παραπέμπει περισσότερο σε λαϊκούς οικογενειακούς δεσμούς αλλά και έλλειψη εξοικείωσης με τέτοιους ρόλους που επιβεβαιώνουν τη λαϊκή ταυτότητα. Η πρόθεση να χειροδικήσει και η ζήλια που εκδηλώνει απέναντι στην κ. Ροζάκη ειδικά όταν απαξιωτικά και με επανάληψη μεταθέτει το θέμα της συνάντησης στο άρωμα της γενικής διευθύντριας (τι πατσουλιά είναι αυτά; Τι πατσουλιά;) κατασκευάζουν την ταυτότητα ενός στερεότυπου λαϊκού γυναικείου κοινωνικού φύλου με ταπεινές αφετηρίες και συμπεριφορές.
Οι γλωσσικές επιλογές της κ. Ροζάκη δείχνουν μια γυναίκα που διακρίνεται για την ευγένειά της. Απευθύνεται μόνο στον πληθυντικό, εκφράζει έντονη έκπληξη για τον τρόπο που μπήκαν στο γραφείο της υπονοώντας την παραβίαση της σύμβασης που απαιτεί ο χώρος και χρησιμοποιεί λέξεις και φράσεις που φαινομενικά δείχνουν ότι συμπάσχει με το πρόβλημά τους αλλά στην πράξη είναι κενές νοήματος και λειτουργούν περισσότερο σαν δείκτες ευγένειας (λυπάμαι, Δυστυχώς). Ο λόγος της αρθρώνεται γύρω από την ψυχρή λογική και την επιχειρηματολογία, στην πρότυπη πάντοτε γλώσσα όπως απαιτεί η περίσταση επικοινωνίας και ο ρόλος της ως υψηλόβαθμου στελέχους, διαμορφώνοντας έτσι μια ταυτότητα πιο κοντά στο στερεότυπο του ατσαλάκωτου μορφωμένου αντρικού κοινωνικού φύλου. Το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί (εμείς τηρούμε) αποκρύπτει το δικό της και την παρουσιάζει σαν στέλεχος και εκπρόσωπο της εταιρίας.
1.3 Κάτω Παρτάλι
Με βάση τις σκηνές της σειράς (βλ. Παράρτημα) τα πρόσωπα που θα προσεγγίσουμε είναι: Ο Διαμαντής, η Βίβιαν, ο Κωνσταντίνος, και η Μοσχούλα.
Ο Διαμαντής παρουσιάζεται στη σειρά σαν ένας χαρακτήρας της υπαίθρου με, διακριτή από την κοινή νεοελληνική, γεωγραφική ποικιλία η οποία πραγματώνεται με φωνολογικές αποκλίσεις όπως η κώφωση (κοπέλαμ, θκά σου, κλαψ κλπ), η αντικατάσταση του του /e/ από το /i/ (ίνι) και με διαλεκτικό λεξιλόγιο (καρτεράτε, ντερλικώστε, γιαραμπής, τσούπρα). Ο λόγος του κατασκευάζει μια στερεότυπη ταυτότητα του άντρα με πρωτόγονα χαρακτηριστικά. Καταρχάς παρουσιάζεται σκληρός συναισθηματικά μια που απορρίπτει ρητά και ειρωνεύεται τη συγκίνηση ως έκφραση αντρική. Αναπαράγει το στερεότυπο του άντρα-αφέντη αφενός απέναντι στη σύζυγο με απαξιωτικές, απότομες και απειλητικές αποστροφές προς την ίδια (λίγα λόγια εσύ, μην τον υποστηρίζς μη σε ξεκοιλιάσω) και αφετέρου απέναντι στην κόρη του αφού ως κυρίαρχος του σπιτιού θέλει να ελέγχει την προσωπική της ζωή, δεν την εμπιστεύεται για τις επιλογές της και γι’ αυτό βιώνει ανασφάλεια (η προκομέν’ η κόρη σου, Α ρε λαχτάρες μ’ ετοιμάζ’ πάλ’ η θυγατέραμ, έμπλεξε η τσούπραμ Βλάση) και βέβαια τη θεωρεί κτήμα του (Για τα μάτια σου τη φύλαγα κοτζάμ κοπελάρα;).
Η στερεότυπη αντρική ταυτότητα χτίζεται και πάνω στην ομοφοβία. Οι γλωσσικές επιλογές του Διαμαντή είναι απαξιωτικές για τους ομοφυλόφιλους στους οποίους θεωρεί ότι ανήκει ο πιθανός γαμπρός του (τσιγκολελέτα, ρεκλαματζής, μπαλαρίνα, φοράει φουστάνια) και συνδέει την αποτρίχωση αποκλειστικά με τη γυναικεία ταυτότητα. Τέλος οι απότομοι τρόποι του όπως και το ρέψιμο συνθέτουν μια κτηνώδη αντρική περσόνα που δομείται και μέσα από τις γλωσσικές επιλογές των συνομιλητών του, κυρίως της Βίβιαν που τον χαρακτηρίζει αρκούδο, τρομάζει με το ρέψιμό του ταυτίζοντάς το με βρυχηθμό και τον ειρωνεύεται ότι έφαγε ολόκληρο πρόβατο.
Στον αντίποδα στέκεται τόσο η Βίβιαν όσο και ο αδερφός της Κωνσταντίνος. Και οι δύο αντιπροσωπεύουν τον τύπο ανθρώπου που είναι ξένος προς την ύπαιθρο και τη ζωή της. Τα χαρακτηριστικά που τους αποδίδουν ο Διαμαντής και η Μοσχούλα (έτσ το λέτε στην Αθήνα, όλοι οι Αθηναίοι έτσι είναι)  δομούν για τα δύο αδέρφια την ταυτότητα του Αθηναίου ως αντίστιξη στη δική τους «χωριάτικη» καταγωγή. Ο Κωνσταντίνος προβάλλεται σαν ένας ευαίσθητος και ευγενικός νεαρός που όμως η ανταγωνιστική διεπίδραση με τον Διαμαντή τού προσδίδει χαρακτηριστικά του γυναικείου κοινωνικού φύλου τα οποία προσπαθεί να άρει με μια σειρά από ψεύδη. Έτσι όμως αναπαράγει την κοινωνική προκατάληψη έναντι των ομοφυλόφιλων μια που μέσα από την επίμονη ανασκευή της εικόνας που του αποδίδει ο Διαμαντής αποκαλύπτει την επιπόλαιη σύσταση της μοντέρνας του ταυτότητας και υπογραμμίζει την στερεότυπη κοινωνική κατασκευή για τον άντρα.
Οι συνεισφορές της Βίβιαν κατασκευάζουν μια έντονα αστική γυναικεία υπόσταση. Χρησιμοποιεί υποκοριστικά (γλυκούλια), απευθύνεται στον πληθυντικό αριθμό στους συνομιλητές της ορίζοντας με σαφήνεια την απόστασή της από τους ανθρώπους του χωριού, εκφράζει τη δυσαρέσκειά της με εκλεπτυσμένο τρόπο, επιλογές που παραπέμπουν στο γυναικείο κοινωνικό φύλο ενώ οι αναφορές της στο Ιασώ και η αυθόρμητη χρήση στερεότυπων αγγλικών εκφράσεων  (oh Jesus, who gives a sheet) μέσα σ’ ένα ποιμενικό περιβάλλον υπογραμμίζουν την ελιτίστικη αστική της ταυτότητα. Η αστική της καταγωγή υπογραμμίζεται και από την επιλογή του τραγουδιού του Χατζηδάκη αλλά και από την γνώση της χολιγουντιανής κουλτούρας που της δίνει τη δυνατότητα να γίνει φορέας της παρώδησης μιας ατάκας από την ταινία «Επικίνδυνες αποστολές» (διαγραφή; Ναι). Ο αστικός ελιτισμός της κατασκευάζεται και γύρω από την μαρκαρισμένη φράση που παραπέμπει στο σαβουάρ βιβρ «μου περνάτε τη σαλάτα» που λειτουργεί ηγεμονικά στη συνομιλία και δίνει αφορμή για μίμηση από τους συνδαιτυμόνες.
Τέλος η Μοσχούλα ενσαρκώνει μια γυναίκα νοικοκυρά. Λατρεύει την κόρη της και είναι πολύ τρυφερή μαζί της αφού όταν απευθύνεται σ’ αυτήν χρησιμοποιεί υποκοριστικά (Μυρτούλα μου) ή τρυφερά προσωνύμια (χαρά μου) με την κτητική αντωνυμία «μου». Απέναντι στον σύζυγο κρατά στάση υποταγής και υπακοής καθώς τον φοβάται και γι’ αυτό δεν αντιδρά στις προσβολές του αναπαράγοντας έτσι ένα παραδοσιακό και παρωχημένο γυναικείο στερεότυπο. Είναι όμως και μια γυναίκα που προσπαθεί να τον διαχειριστεί με υπεκφυγές («μπορεί να είναι σπανός» λέει για τον Κωνσταντίνο) και αποκρύπτει  με θεατρική υπερβολή την πληροφορία ότι ο Κωνσταντίνος μπορεί να γίνει γαμπρός τους, επιβεβαιώνοντας την στερεότυπη αντίληψη που θέλει τη γυναικεία ταυτότητα πονηρή και χειριστική. Επίσης ως γυναίκα του χωριού πρέπει να έχει εμφανή και τη θρησκευτική ταυτότητα και γι’ αυτό παρουσιάζεται να προσεύχεται κρατώντας μια εικόνα της Αγίας Πελαγίας.
1.      Κριτικός σχολιασμός
Η κριτική προσέγγιση των κοινωνιογλωσσικών επιλογών που χρησιμοποιούνται στις σκηνές που εξετάσαμε εστιάζει σε τρεις παραμέτρους: στη χρήση γεωγραφικών και κοινωνικών διαλέκτων, στην αναπαράσταση της έμφυλης ταυτότητας των ηρώων και στο χιούμορ. Ο προβληματισμός που συζητείται είναι αν οι τρεις αυτές παράμετροι  που αναδεικνύονται έντονα μέσα από τις γλωσσικές επιλογές των σεναριογράφων δομούν τελικά μια ρεαλιστική αποτύπωση των χαρακτήρων ή όχι.
Καταρχάς κυρίαρχη γλωσσική επιλογή, όπως είδαμε στα αποσπάσματα, αποτελεί η χρήση στοιχείων που αποκλίνουν από τη νόρμα είτε για να δομήσουν την ταυτότητα του αλλόγλωσσου (Χοσέ) είτε την ταυτότητα του γεωγραφικά ή κοινωνικά διαλεκτόφωνου (Διαμαντής και Μάρκος). Ωστόσο και στις τρεις περιπτώσεις ενδιαφέρει η ενδεικτική και όχι αυθεντική, ρεαλιστική πραγμάτωση της διαλέκτου (Πολίτης & Κουρδής 2014: 1379-80) γιατί οι σεναριογράφοι απευθύνονται σε ευρύ κοινό που σε διαφορετική περίπτωση θα δυσκολευόταν να παρακολουθήσει τη σειρά (Androutsopoulos 2010: 749). Έτσι ο ισπανόφωνος Χοσέ στην πραγματικότητα χρησιμοποιεί την ελληνική διανθισμένη με δείκτες φωνολογικούς, μορφολογικούς και λεξιλογικούς που παραπέμπουν σε στερεοτυπικά στοιχεία της ισπανόφωνης ταυτότητά του. Για τον Διαμαντή επιλέγεται ένα ιδίωμα μάλλον απροσδιόριστο γεωγραφικά, πιο κοντά στα βόρεια ιδιώματα που στα προϊόντα μαζικής κουλτούρας συνήθως λειτουργούν «σαν διαλεκτικό πασπαρτού» (Πολίτης & Κουρδής 2014: 1380) με αποκλειστικό σκοπό την ψευδεπίγραφη αντανάκλαση διαλέκτου (reflection fallacy) όπως την αποκαλεί ο Androutsopoulos (2010: 748). Με παρόμοιο τρόπο χρησιμοποιεί τους υφολογικούς πόρους από τη «γλώσσα της πιάτσας» και ο Μάρκος Βασιλιάς. Έτσι θα λέγαμε ότι οι τηλεοπτικές σειρές, μέρος κι αυτές του λόγου (discourse) των μέσων από τα οποία προβάλλονται, κατασκευάζουν μια δική τους κοινωνική πραγματικότητα μακριά από τη ρεαλιστική της αποτύπωση (Androutsopoulos 2010: 749-50).
Η δεύτερη παράμετρος που αναδεικνύεται μέσα από τις σκηνές των τριών σειρών αφορά την αναπαράσταση του φύλου, αντρικού και γυναικείου. Επειδή ακριβώς και σ’ αυτή την περίπτωση οι σεναριογράφοι αντλούν από τους κυρίαρχους στερεοτυπικούς λόγους, τα δύο φύλα παρουσιάζονται με ανάλογα χαρακτηριστικά. Δηλαδή η αναπαράστασή τους εδράζεται στην έμφαση και την υπερβολή σε στερεότυπα γνωρίσματα της κοινωνικής τους κατασκευής. Έτσι εξηγείται η σχεδόν υστερική αποτύπωση τόσο της Σούλας όσο και της Μοσχούλας όπως και στοιχεία που διακρίνουν το στερεοτυπικό δίπολο μεταξύ παραδοσιακής γυναίκας του χωριού και προοδευτικής γυναίκας της πόλης (Μαρωνίτη & Στάμου 2014: 1329). Το ίδιο ισχύει και για την κατασκευή του αντρικού κοινωνικού φύλου όπως αναπαριστάται τόσο στην περίπτωση του Διαμαντή όσο και στην περίπτωση του Μάρκου. Και οι δύο αντλούν από ρεπερτόρια στενά συνδεμένα με το αντρικό στερεότυπο. Ωστόσο και εδώ οι ταυτότητες του κοινωνικού φύλου που κατασκευάζονται δεν ανταποκρίνονται στη σύγχρονη τουλάχιστον κοινωνική πραγματικότητα αλλά αποτελούν μέρος του τηλεοπτικού κόσμου.
Οι παραπάνω κατασκευές ταυτοτήτων στις περιπτώσεις που εξετάζουμε στηρίζονται σε μια τρίτη παράμετρο των σκηνών αυτών που είναι το υφολογικό χιούμορ (Τσάκωνα 2014: 301). Μ’ άλλα λόγια στόχος των σεναριογράφων είναι όχι να αποτυπώσουν τις αυθεντικές γλωσσικές και λειτουργικές ποικιλίες αλλά να προκαλέσουν το γέλιο μέσα από την ασυμβατότητα μεταξύ γλωσσικών χρήσεων και περιστάσεων επικοινωνίας, ανατρέποντας έτσι τις προσδοκίες των τηλεθεατών (Τσάκωνα 2014: 297). Αυτό βέβαια σημαίνει ότι, απέναντι στην ψευδαίσθηση ότι μέσα από τις τηλεοπτικές σειρές δικαιώνεται και προωθείται η γλωσσική ποικιλότητα, το χιούμορ τελικά αξιολογεί αρνητικά την ετερογλωσσία, μια που ο άξονας της έκπληξης που προκαλεί το γέλιο είναι η εμπεδωμένη ομογλωσσία. Έτσι αναπαράγεται η ηγεμονική γλωσσική ιδεολογία της ομογλωσσίας μέσα από την χιουμοριστική υποτίμηση της ποικιλότητας και τη στοχοποίηση των πρωταγωνιστών (Fterniati, Tsami, Archakis 2016: 89). Άρα οι ποικιλότητα χρησιμοποιείται ως άλλοθι και γι’ αυτό δεν ενδιαφέρει η αυθεντικότητά της κι επομένως και η αυθεντικότητα των ταυτοτήτων που κατασκευάζει.
2.      Διδακτική αξιοποίηση
Η διδασκαλία της γλώσσας στο σχολείο εξακολουθεί να αναπαράγει μια ιδεολογία που θέλει τη γλώσσα ένα αυτόνομο σύστημα που κινείται ανεξάρτητα από τους ομιλητές της (Τσιτσιπής 2005:19). Έτσι εστιάζει αφενός στα μορφοσυντακτικά φαινόμενα του συστήματος, ως προς το είδος προσεγγίζει περιορισμένο εύρος κειμένων αποκλειστικά γραπτών και αναδεικνύει προοδευτικά στην πράξη ως αξιολογικά ανώτερο το δοκίμιο σαν είδος που αντιπροσωπεύει την ιδανική γλωσσική χρήση, στη λογική πάντοτε ενός αποπλαισιωμένου σχολικού λόγου (Αρχάκης, Τσάκωνα 2011: 206). Την ίδια στιγμή οι μαθητές/τριες εμπλέκονται στην καθημερινότητά τους με μια γλωσσική ποικιλότητα που απουσιάζει από τη σχολική προσέγγιση και με πόρους γραμματισμού που ξεπερνούν τα όρια της παραδοσιακής διδασκαλίας. Τα ψηφιακά περιβάλλοντα, το κινητό και η τηλεόραση είναι αναπόσπαστα μέρη της ζωής τους και κατά συνέπεια η παρακολούθηση σειρών κυρίως κωμικών (Κουτσογιάννης 2011: 354).
Με κριτήριο λοιπόν την παιδαγωγική αρχή των πολυγραμματισμών που θέλει την εμπλοκή των μαθητών μεταξύ άλλων και σ’ έναν «κριτικό διάλογο με την ποικιλομορφία και την πολιτισμική διαφορά» (Luke 2009: 83) είναι θεμιτό να εντάξουμε τέτοια κείμενα μαζικής κουλτούρας στη διδασκαλία.
Προφανώς η ηλικία των παιδιών και η βαθμίδα εκπαίδευσης παίζουν σημαντικό ρόλο στην επιλογή τόσο των σκηνών όσο και στη διαμόρφωση της διδακτικής προσέγγισής τους. Η πρόταση που ακολουθεί αφορά τη διδασκαλία της Γλώσσας στο λύκειο και θα μπορούσε να ενταχθεί στην ενότητα της Α΄ λυκείου που πραγματεύεται τα ζητήματα της γλωσσικής ποικιλίας και της γλωσσομάθειας σε συνδυασμό με την ενότητα που αφορά το χιούμορ. Μπορούμε λοιπόν να επιλέξουμε τη σκηνή από τη σειρά Σαββατογεννημένες που εκτυλίσσεται σ’ ένα μαγαζί στην Πλάκα μεταξύ της ιδιοκτήτριας Σούλας και του υπαλλήλου μετανάστη από την Ουρουγουάη Χοσέ. Στην πρότασή μας ακολουθούμε τις πρακτικές των πολυγραμματισμών που περιλαμβάνουν μία μείξη τοποθετημένης πρακτικής, ανοιχτής διδασκαλίας, κριτικής πλαισίωσης και μετασχηματισμένης πρακτικής (Kalantzis, Cope 2001: 215).
Οι μαθητές/τριες παρακολουθούν τη σκηνή και τους ζητούμε να εντοπίσουν τα γλωσσικά στοιχεία του Χοσέ που του προσδίδουν την ταυτότητα του ξένου μετανάστη. Επίσης να διακρίνουν εκείνα τα στοιχεία που προκαλούν το χιούμορ προκειμένου να αποκρυπτογραφήσουν το βασικό μηχανισμό της ασυμβατότητας που το παράγει. Για μια πιο σαφή επίγνωση των γλωσσικών μηχανισμών που παράγουν το χιούμορ θα ήταν ενδιαφέρουσα δραστηριότητα να ζητήσουμε από τους/τις μαθητές /τριες να απαλείψουν από το λόγο του Χοσέ όλα τα γλωσσικά στοιχεία της καταγωγής του ώστε να συγκρίνουν το αποτέλεσμα και να αποφασίσουν αν επιτυγχάνεται ο στόχος του σεναριογράφου. Σημαντική παράμετρος στην αναγνωριστική αυτή προσέγγιση είναι και η εστίαση στις επικοινωνιακές συνθήκες της σκηνής καθώς και στα εξωγλωσσικά και παραγλωσσικά στοιχεία του λόγου των πρωταγωνιστών.
Στην κατεύθυνση της ανοιχτής διδασκαλίας καλούμε τους μαθητές να καταθέσουν τις δικές τους εμπειρίες από την επαφή με αλλόγλωσσους που δεν γνωρίζουν καλά ελληνικά ή έλληνες που χρειάστηκε να μιλήσουν μια ξένη γλώσσα που δεν την κατέχουν καλά. Αναμένουμε μεταξύ άλλων να αναδειχτούν και οι σχέσεις που έχουν τα παιδιά με άλλες γλώσσες στο οικογενειακό τους περιβάλλον και το βαθμό εξοικείωσης που έχουν τα ίδια μ’ αυτές ή οι δικοί τους άνθρωποι με τα ελληνικά. Κάτι τέτοιο θα βοηθήσει να διερευνήσουν το βαθμό αυθεντικότητας των γλωσσικών επιλογών του σεναριογράφου για τον Χοσέ. Επίσης ενδιαφέρον θα είχε να ρωτήσουμε τα παιδιά αν η δική τους σχέση με τη δεύτερη γλώσσα τους ή των δικών τους ανθρώπων με την ελληνική έχει τα αντίστοιχα κωμικά χαρακτηριστικά της γλώσσας του Χοσέ και αν κάτι τέτοιο στη δική τους συνείδηση δικαιώνει τελικά την ανάγκη για μονογλωσσία ή όχι. Είναι μια ευκαιρία να αποκαλυφθεί η αναπαραγωγή της στερεότυπης ιδεολογίας που προκρίνει την μονογλωσσία και θεωρεί προβληματική τη διγλωσσία ή πολυγλωσσία. Κάτι που στις πολυπολιτισμικές τάξεις μας βιώνουν πολλοί μαθητές και οι γονείς τους ως δίλημμα.
Επίσης θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να θέσουμε τον προβληματισμό γιατί ο σεναριογράφος επιλέγει ίσως να αναπαραστήσει έναν μετανάστη από την Λατινική Αμερική που σπανίζει στην Ελλάδα και όχι έναν μετανάστη από χώρες βαλκανικές ή ανατολικές που βρίσκονται σε μεγαλύτερους πληθυσμούς στη χώρα. Στη δεύτερη περίπτωση τι είδους δεσμεύσεις γλωσσικές και κοινωνικές θα είχε να αντιμετωπίσει ο σεναριογράφος με κριτήριο τη σύνθεση του τηλεοπτικού κοινού στο οποίο απευθύνεται ώστε να παραγάγει μια ταυτότητα σαν του Χοσέ;
Τέλος μια δημιουργική διαγλωσσική δραστηριότητα θα ήταν να αντιστραφεί η σκηνή και να αναπαρασταθεί ολόκληρη σαν να παρουσιάζεται σε άλλη χώρα με την Σούλα να λέγεται αλλιώς και  να μιλάει μια άλλη γλώσσα και ο Χοσέ να είναι έλληνας μετανάστης. Ο στόχος είναι να χρησιμοποιήσουν τις γλώσσες που γνωρίζουν είτε ως ξένες είτε ως δεύτερες προκειμένου να ανακαλύψουν τους μηχανισμούς παραγωγής του χιούμορ και να αντιληφθούν την ανάγκη να αντλήσουν από ποικιλίες που αναπαράγουν στερεότυπα για να δομήσουν ταυτότητες τηλεοπτικές και επομένως όχι τόσο ρεαλιστικές.
Συμπεράσματα
Με βάση την πραγμάτευση που προηγήθηκε γίνεται φανερό ότι τα προϊόντα της μαζικής κυρίως τηλεοπτικής κουλτούρας χρησιμοποιούν συχνά τη γλωσσική ποικιλότητα αντλώντας από το ρεπερτόριο τόσο γεωγραφικών όσο και κοινωνικών διαλέκτων. Η κοινωνιογλωσσική ανάλυση διαπιστώνει αφενός ότι οι ποικιλίες που χρησιμοποιούνται έχουν μόνο συμβολική και ενδεικτική χρήση και κινούνται μακριά από την αυθεντική τους μορφή και αφετέρου οι ταυτότητες που κατασκευάζουν μέσα από τα επικοινωνιακά συμβάντα είναι κατά συνέπεια μη ρεαλιστικές. Επίσης το χιούμορ λειτουργεί ως μέσο αναπαραγωγής και δικαίωσης της ηγεμονικής ιδεολογίας της μονογλωσσίας και τελικά στιγματίζει την ποικιλότητα και τις ταυτότητες που χτίζονται γύρω από αυτήν. Τέλος η διδακτική αξιοποίηση τέτοιων τηλεοπτικών σειρών στο πλαίσιο των πολυγραμματισμών μπορεί να βοηθήσει στη γλωσσική επίγνωση των μαθητών/τριών, να αποκαλύψει τις γλωσσικές επιλογές και τις στοχεύσεις των σεναριογράφων και να απενοχοποιήσει τη γλωσσική ποικιλότητα.

Βιβλιογραφία:
Androutsopoulos, J. (2010). The Study of Language and Space in Media Discourse. In Language and Space: An International Handbook of Linguistic Variation, In Peter Auer and Jürgen Erich Schmidt (ed.), 740-758. Berlin/New York: Walter de Gruyter
Archakis, A., Lampropoulou, S., Tsakona, V., & Tsami, V. (2014). Linguistic varieties in style: Humorous representation in Greek mass culture texts. Discourse, Context & Media, 3, 46-55.
Fterniati, A., Tsami, V., & Archakis, A. (2016). Language variation in ΤV advertisements : A critical language teaching proposal. Preschool and Primary Education, 4(1), 85-100. doi: http://dx.doi.org/10.12681/ppej.199
Kalantzis, M., Cope, B. (2001). Πολυγραμματισμοί. Στο Α. Φ. Χριστίδης (Επιμ.) Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. (σσ. 214-216). Θεσσαλονίκη. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Luke, C. (2009). Πολυγραμματισμός σε τοπικά-παγκόσμια συμφραζόμενα. Στο Δ. Κουτσογιάννης, Μ. Αραποπούλου (Επιμ.) Γραμματισμός, νέες τεχνολογίες και εκπαίδευση: όψεις του τοπικού και του παγκόσμιου. (σσ. 71-104). Θεσσαλονίκη. Εκδόσεις Ζήτη.
Αρχάκης, Α., Κονδύλη, Μ. (2011). Εισαγωγή σε ζητήματα κοινωνιογλωσσολογίας. Αθήνα. νήσος.
Αρχάκης, Α., Τσάκωνα, Β. (2011). Ταυτότητες, αφηγήσεις και γλωσσική εκπαίδευση. Αθήνα. Εκδόσεις Πατάκη.
Κουτσογιάννης, Δ. (2011). Εφηβικές πρακτικές ψηφιακού γραμματισμού και ταυτότητες. Θεσσαλονίκη. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Λαμπροπούλου, Σ. (2014). Κοινωνικό φύλο: Μέθοδοι και προσεγγίσεις. Στο Γεωργαλίδου, Μ., Σηφιανού, Μ., Τσάκωνα, Β. (Επιμ.). Ανάλυση Λόγου. Θεωρία και εφαρμογές. (σσ. 399-440). Αθήνα. νήσος.
Μαρωνίτη, Κ. & Στάμου, Α. (2014). Κοινωνιογλωσσικές αναπαραστάσεις του φύλου σε κείμενα μαζικής κουλτούρας για παιδιά: Η περίπτωση των κινουμένων σχεδίων. Στο G. Kotzoglou, K. Nikolou, E. Karantzola, K. Frantzi, I. Galantomos, M. Georgalidou, V. Kourti-Kazoullis, Ch. Papadopoulou, E . Vlachou (επιμ.) Selected Papers of the 11th International Conference on Greek Linguistics, (1327-1339). Rhodes: Εργαστήριο Γλωσσολογίας ΝΑ Μεσογείου Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Πολίτης, Π. & Κουρδής, Ε. (2014). Η χρήση γεωγραφικών διαλέκτων σε τηλεοπτικές διαφημίσεις, Μια πρόταση για τη διδακτική τους αξιοποίηση. Στο G. Kotzoglou, K. Nikolou, E. Karantzola, K. Frantzi, I. Galantomos, M. Georgalidou, V. Kourti-Kazoullis, Ch. Papadopoulou, E . Vlachou (επιμ.) Selected Papers of the 11th International Conference on Greek Linguistics, (1377-1389). Rhodes: Εργαστήριο Γλωσσολογίας ΝΑ Μεσογείου Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Τσάκωνα, Β. (2014). Ανάλυση χιουμοριστικού λόγου. Στο Γεωργαλίδου, Μ., Σηφιανού, Μ., Τσάκωνα, Β. (Επιμ.). Ανάλυση Λόγου. Θεωρία και εφαρμογές. (σσ. 295-324). Αθήνα. νήσος.
Τσιτσιπής, Λ., Δ. (2005). Από τη γλώσσα ως αντικείμενο στη γλώσσα ως πράξη. Αθήνα. νήσος.

Παράρτημα
Σαββατογεννημένες 5:00 – 6:11 1η σκηνή
Στο μαγαζί της Σούλας διάλογος με τον Χοσέ. Πρόσωπα που συμμετέχουν: Σούλα (Σ) και Χοσέ (Χ)

1.      Σ. Τι μου στρώθηκες εσύ εδώ; Τέλειωσες ό,τι είχες να κάνεις;
2.      Χ. ((με χαμηλωμένο βλέμμα, κοιτάζοντας τον φραπέ που κρατά στα χέρια του)) σι=
3.      Σ. =σίξινος
4.      Χ. πολύ τε ώρα κοιτάς σενιόρα Σούλα. Πορκέ:;
5.      Σ. ((θυμωμένα και κοφτά τακτοποιώντας το γραφείο)) Δουλειά σου.
6.      Χ. Κι εχθές βράδυ πήρα τηλέφωνο στο σπίτι και δε σήκωνες. Πού ήσουνα;
7.      Σ. Πεθερά δεν είχαμε πεθερά ‘ποκτήσαμε στα καλά καθούμενα. Τι ήθελες;
8.      Χ. ((ΧΧΧ μιλάει στα ισπανικά και γρήγορα))
9.      Σ. ((με αγανάκτηση θυμωμένα)) Ελληνικά θα μιλάς εδώ μέσα.
10.  Χ. ((με γρήγορη εκφορά)) και θέλω την άλλη βδομάδα=
11.  Σ. =αργά. Αργά και καθαρά. Πονοκέφαλος μ’ έπιασε. Άντε: μη: την πληρώσεις εσύ τη νύφη σήμερα.
12.  Χ. ((επιδεικτικά αργόσυρτος λόγος)) άλλη βδομάδα θέλω δύο μέρας ρεπό.
13.  Σ. Ναι. Δούλεψες πολύ και κουράστηκες
14.  Χ. Βέβαια κουράστηκα. Σάβες ότι έχω και σχολείο=;
15.  Σ. Να το κόψεις.
16.  Χ. εν ντρελάθηκα να το κόβω. Για πες πού ήσουνα;
17.  Σ. Έξω.
18.  Χ. Κάτι κάνεις εσύ σινιόρα Σούλα. Εμ μπιστεύω να είναι τίποτα παράνομο. Πορκέ άμα είναι παράνομο θα έρχεται δω αστενομία και θα την πληρώνω κι εγώ=
19.  Σ. =Τι παράνομο βρε;
20.  Χ. Ξέρεις εσύ. Απ’ αυτά με Φοίμπο κι Αθηνά. Τα παράνομα πλουσάκια. Αυτά που έχουμε σο μαγαζί είναι κανονικά ή είναι πίθηκος;=
21.  Σ. =Τι πίθηκος βρε; Μαϊμού:=
22.  Χ. =Α είναι μαϊμού=
23.  Σ. =Δεν είναι. Μια χαρά νόμιμα είναι=
24.  Χ. =Σίγουρα; Πορκέ θα βλέπω ετικέτα.
25.  Σ. Το μόνο παράνομο μες στο μαγαζί είσαι σύ. Τέρας. Φεύγω.
26.  Χ. Πού πας;
27.  Σ. Όπου θέλω. Σε σχολείο κι εγώ. Γράφτηκα αγγλικά.
28.  Χ. Καλή πρόοδος=
29.  Σ. =Σε μια ώρα θα ‘μαι πίσω. Κανόνισε να υπάρχει ακόμα το μαγαζί όταν επιστρέψω. Και το εμπόρευμα.
30.  Χ. ((μόνος αναρωτιέται)) Περίεργα πράματα:


2η σκηνή στο μαγαζί της Σούλας 6:15 – 8:12.
Πρόσωπα που συμμετέχουν: Σούλα (Σ) και Χοσέ (Χ)

1.      Σ. Χοσέ. Έλα δω. Θα πάρεις αυτό το πανί. Πάρτο ντε:
2.      Χ. ((ανόρεχτα, χαμηλόφωνα)) σι:=
3.      Σ. =Σίξινος. Και μη με κοιτάς έτσι. Και θα περάσεις ένα χέρι όλα τα αγαλματάκια από πάνω μέχρι κάτω.
4.      Χ. Σε μένα το λές;
5.      Σ. Αμ πού; Στον Ποσειδώνα πίσω;
6.      Χ. ((ανόρεχτα, ήρεμα)) Δεν το κάνω=
7.      Σ. =Θα το κάνεις και θα πεις κι ένα τραγούδι.
8.      Χ. Ε, τραγούδι να πω: τ’ αγαλματάκια δεν τα καθαρίσω
9.      Σ. Μες στη βρόμα είναι βρε: κανονικά κάθε μέρα έπρεπε να τα καθαρίζεις=
10.  Χ.= Δε χρειάζεται. Και πιο αρχαία φαίνονται έτσι.
11.  Σ. ((με ειρωνικό χαμόγελο)) Χμ: όλα τα ξέρεις εσύ. Γλωσσάδικο. Λοιπόν, πάρτο και ξεκίνα.
12.  Χ. Τελευταία φορά σενιόρα Σούλα ε: la ultima ve. Πορκέ εγώ εδώ πέρα είμαι για να πουλάω. Άμα θες και καθάρισμα θα δίνεις κι άλλα λεφτά. Όχι ποδαροδεκάρες. Θέλω άξηση=
13.  Σ. =Τι:;
14.  Χ. Αυτό που ακούς σενιόρα Σούλα. Άξηση!
15.  Σ. Ο Γκέρτι δίπλα ξέρεις πόσα παίρνει που θες κι άξηση; Εξήντα ευρώ λιγότερα από σένα=
16.  Χ. =si per ο Γκέρτι δίπλα είναι από τη Αλμπανία, δεν είναι από τη Ουρουγουάη.
17.  Σ. Και τι πληρώνω δηλαδή εγώ; Τα μεταφορικά:; Δεν παίρνεις δραχμή=
18.  Χ. =Δραχμή δεν ήθελα έτσι κι αλλιώς. Έουρος θέλω συν πενήντα.
19.  Σ. Πενήντα νάν’ οι ώρες σου κι εκείνες μ΄ οξυγόνο. Πήγαινε.
20.  Χ. χχχ ((βρίζει στα ισπανικά και εκνευρισμένος πάει να ξεσκονίσει))
21.  Σ. ((ήρεμα)) Χοσέ, έλα δω.
22.  Χ. Τι είναι, θα βάψω κιόλα;
23.  Σ. Όχι όχι. Τέλειωσες. Κάτσε. Κάνε και τσιγάρο αν θες.
24.  Χ. Ντόσε
25.  Σ. Δικά σου δεν έχεις;=
26.  Χ. =Δεν έχω λεφτά να παίρνω.
27.  Σ. Πάρε.
28.  Χ. ((σε ήρεμο τόνο)) Gracias. Πάρε καφέ.
29.  Σ. Δε θέλω ευχαριστώ=
30.  Χ. =μ:: δοκίμασε. Δοκίμασε να μου λες αν είναι καλός.
31.  Σ. ((με αηδία καθώς καταπίνει)) τι ‘ν αυτό;
32.  Χ. Είναι φραπέ με χυμό μπερίκοκο. Τέτοιο πίρω τώρα πορκέ είναι πιο εξωτικό.
33.  Σ.((αγανακτησμένη)) Γιατί σε μένα παναγία μου:
34.  Χ. Γα πες σενιόρα Σούλα τι θα γίνει με τη άξηση, πορκέ εγώ θέλω άλλα πενήντα έουρος.
35.  Σ.((εκνευρισμένη)) Ε δε μ’ αφήνουνε ν’ αγιάσω! Το πανί σου και πίσω!
36.  Χ. Και το τσιγάρο;
37.  Σ. Τόκανες
38.  Χ. ((βρισιά στα ισπανικά;)) χχχ=
39.  Σ. =Και πάρε αυτό το σίχαμα από δω να μη το βλέπω.

Βασιλιάδες 2:00 – 3:25 (1η σκηνή)
Η σκηνή εκτυλίσσεται σε μεγάλη αίθουσα με πολύ κόσμο όπου έχει ετοιμαστεί η επίσημη παρουσίαση του νέου προέδρου της εταιρίας. Πρόσωπα που συμμετέχουν: κ. Παλαιολόγου (κΠ), Μάρκος Βασιλιάς (ΜΒ), Αδερφή του Μάρκου Βασιλιά
1.      κΠ: Κυρίες και κύριοι σας παρουσιάζω τον κύριο Μάρκο Βασιλιά. ((φωνές επευφημίας, είσοδος μαζί με την οικογένεια, αδέξια σύγκρουση με την ανθοστήλη)) τον νέο πρόεδρο της «Ελιάς»!
2.      ((φωνή στο βάθος)) Μπράβο ρε πατέρα:!
3.      ΜΒ: Σας ευχαριστώ. ((φυσάει το μικρόφωνο)) ένα, ένα δύο ένα. Δουλεύει; Μ’ ακούτε; Ένα δύο. Μ’ έχει; Γεια σας. Γεια χαραντάν σε όλους σας. Νιώθω πολύ περήφανος που είμαι δω, να ευχαριστήσω και την κυρία Ευγενία που μ’ εμπιστεύτηκε δω:: την επιστασία της εταιρίας, που είναι μια πολύ μεγάλη εταιρία που βγάζει λάδια, βγάζει βαρβολίνες, βγάζει σαπούνια και τόσα καλά, τι άλλα βγάζει;
4.      κΠ: Πολλά:: πολλά - πολλά.
5.      ΜΒ: Πολλά - πολλά. Τώρα να μη σας εκουράζω, δεν είμαι και καλός στο μπούρου μπούρου ((πέφτει κάτι)) συγνώμη, συγνώμη. Το σπασα χα. Θέλω να ξέρετε ότι εγώ θα είμαι ο άνθρωπός σας, ο Μάρκος σας από δω και πέρα. Και θέλω να μην κωλώνετε μαζί μου, να με θεωρείτε δικό σας άνθρωπο, κι ό,τι κι αν συμβεί στην εταιρία, θέλω να με πιάνετε στα ίσα με μπέσα και να μου το λέτε. Και πού είσαστε, ο Μάρκος θα ξηγηθεί σπαθί. Τώρα::: αυτά ήθελα να σας πω: αν ξέχασα και κάτι άνθρωποι είμαστε:
6.      ((Ο γιος του χαμηλόφωνα)) για την ταβέρνα=
7.      ΜΒ: = α ναι ε: ε: διατηρούμε και μία οικογενειακή ταβέρνα, το Βο το Βόσπορο. Είμαστ’ ανοιχτά κάθε μέρα.
8.      Αδερφή: ((γέρνοντας προς το μέρος του τού υπενθυμίζει βιαστικά)) κάνουμε σόου=
9.      ΜΒ: =Που κάνουμε και σόου, σας περιμένουμε όλους με τις φαμελιές σας, να ΄ρθείτε κει να διασκεδάζετε και να πιείτε. Αυτά. Ευχαριστώ πολύ γεια σας.

Βασιλιάδες 22.38 – 24.10 (2η σκηνή)
Η σκηνή εκτυλίσσεται στο γραφείο της κ. Ροζάκη γενικής διευθύντριας της εταιρίας. Πρόσωπα που συμμετέχουν: Μάρκος βασιλιάς (ΜΒ), κ.Ροζάκη (κΡ), Γιούλη (Γ) κουνιάδα του Μάρκου.
1.      ΜΒ: ((μπαίνει με επιθετικό ύφος και φόρα στο γραφείο συνοδευόμενος από την κουνιάδα του)) Γιατί δε μας είπατε ότι πρέπει να μετακομίσουμε;
2.      κΡ: Μα πώς μπαίνετε έτσι; (.) Τι τρόπος είναι αυτός;=
3.      Γ: =Πρόεδροι είμαστε όπως θέλουμε μπαίνουμε.
4.      κΡ: Ποιο είναι το πρόβλημά σας κύριε Βασιλιά;
5.      ΜΒ: Το πρόβλημά μας κυρά Ροζάκη είναι ότι θέλετε να ξεσπιτωθούμε.
6.      κΡ: Λυπάμαι αλλά αυτό έχετε συμφωνήσει. Πρέπει να τηρήσετε τους όρους της συμφωνίας.
7.      ΜΒ: Ποιους όρους μωρέ; (.) Σάματες τους διάβασα;
8.      κΡ: Ας τους διαβάζατε. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα=
9.      Γ: =μπορείς (.) άμα θες μπορείς. Να το σκίσετε και να υπογράψουμε άλλο.
10.  κΡ: Λυπάμαι αλλά η συμφωνία έχει υπογραφεί μεταξύ του κυρίου Βασιλιά και της κυρίας Παλαιολόγου (.) η οποία μόλις αναχώρησε στο εξωτερικό για θεραπεία.
11.  ΜΒ: Πήγε η γυναίκα να γίνει καλά (.) με το καλό να μας ξανάρθει=
12.  Γ: =Τι λες καλέ κι εσύ:; Την κοπάνισε, δεν καταλαβαίνεις; Μίλα μίλα:
13.  ΜΒ: Κάτσε Γιούλη (1) θα θέλαμε να σας θερμοπαρακαλέσουμε αν γίνεται να κάνετε μία υπαναχώρηση και να μπορέσουμε να μείνουμε στο σπίτι μας (.) Έτσι κι αλλιώς κάθε μέρα στη δουλειά θά μαι.
14.  κΡ: Δυστυχώς κύριε Βασιλιά είναι θέμα εικόνας. (1) Δεν μπορεί ο πρόεδρος της εταιρίας να μένει (4) σε μια υποβαθμισμένη περιοχή=
15.  Γ: =Τι::; Υποβαθμισμένη:; Εμάς είπες υποβαθμισμένους; Ε::;
16.  κΡ: Για την περιοχή μίλησα κυρία μου όχι για σας. Εν πάση περιπτώσει αν δεν σεβαστείτε τους όρους η συμφωνία λύνεται. (2) Και φυσικά δεν θα πληρωθείτε.
17.  Γ: Την ακούς; Μας εκβιάζει κιόλας η άτιμη. ((ορμάει απειλητικά προς την Ροζάκη ενώ ο Μάρκος προσπαθεί να την συγκρατήσει)) Να σε πιάσω μωρή[απ’ το μαλλί!]
18.  ΜΒ:  [μωρέ Γιούλη! (.) Γιούλη!]
19.  Γ: Τι πατσουλιά είν’ αυτά, τι πατσουλιά είν’ αυτά; ((ο Μ. την τραβά προς το μέρος του κι εκείνη ηρεμεί στην αγκαλιά του)).
20.  ΜΒ: Κυρά Ροζάκη μου δε γίνεται τίποτα δηλαδή;
21.  κΡ: Δυστυχώς κύριε Βασιλιά δεν γίνεται τίποτα (2) ((καθώς βγάζει μια επιταγή από το συρτάρι)) Εγώ πάντως την επιταγή την έχω έτοιμη. (1) Βλέπετ’ εμείς τηρούμε τους όρους της συμφωνίας. (2) ((κλείνει και δίνει το φάκελο)) Εσείς (1) αποφασίστε και πείτε μου ((παίρνει το φάκελο η Γιούλη, τον ανοίγει και μόλις βλέπουν με τον Μάρκο το ποσό κοιτάζονται έκπληκτοι μεταξύ τους)).

Κάτω Παρτάλι 15.30 – 18.54 (1η σκηνή)
Η σκηνή εκτυλίσσεται στον εξωτερικό χώρο του σπιτιού όπου εκτρέφουν τα ζώα. Εκεί σ’ ένα κουτί υπάρχουν με τη μάνα τους μικρά κουταβάκια που μόλις έχουν γεννηθεί. Πρόσωπα που συμμετέχουν: Διαμαντής (Δ), Βίβιαν (Β), Μυρτώ (Μυρ.), Κωνσταντίνος (Κ) και Μοσχούλα (Μ)
1.      Δ: ((ο Διαμαντής σκυμμένος χαιδεύοντας τη μάνα και γελώντας χαρούμενος με ενθουσιασμό)) Έλα κοπέλαμ ισύ! (1) έλα κοπέλαμ!
2.      ((έρχονται με λαχτάρα τρέχοντας να τα δουν η Μυρτώ και η Βίβιαν))
3.      Β: Τι γλυκούλια:: πρώτη φορά βλέπω.
4.      Μυρ: Δεν ήσουν όταν γέννησε η σκυλίτσα σου;
5.      Β: Την είχα πάει στο Ιασώ ((χαμόγελώντας))
6.      Κ: ((ερχόμενος)) Τι γίνεται;
7.      Μυρ: Έλα να δεις .(2) Άντε μπαμπά να μας ζήσουν
8.      Β: Θέλω να βαφτίσω ένα θηλυκό. Θα το βγάλω: (1) Προαντζελίνα!
9.      Κ: ((λιγμός))
10.  Δ: Τι έγινε ρε;
11.  Κ: ((μιξοκλαίγοντας)) Συγκινήθηκα με τα κουταβάκια.
12.  Δ: ((γελώντας ειρωνικά)) Γιατί θκά σου ίνι;=
13.  Μυρ: =Έλα μπαμπά, είναι πολύ τρυφερό το θέαμα::
14.  Δ: Οι άντρες δεν κλαίνε=
15.  Κ: =((μιξοκλαίγοντας με παράπονο)) Φυσικά και κλαίνε. Άνθρωποι είναι κι οι άντρες.
16.  Δ: Εγώ δεν έχου κλάψ ποτέ.
17.  Β: Εσύ δεν είσαι άνθρωπος!
18.  Μ: ((από το βάθος χωρίς να φαίνεται με τσιριχτή φωνή)) Ελάτε καλέ τρώμε:!
19.  Β: ((με τρομαγμένο βλέμμα και τα χέρια στο στήθος)) oh Jesus αυτή η γυναίκα μου προκαλεί κρίση πανικού:

2η σκηνή
Διαμαντής (Δ), Μοσχούλα (Μ), Μυρτώ (Μυρ), Βίβιαν (Β) και Κωνσταντίνος (Κ) κάθονται γύρω από το τραπέζι για φαγητό. Παρεμβαίνει και ο Ουκρανός (Ου).
1.      Δ: Τι καρτεράτε ρε; Ντερλικώστε!
2.      Κ: Ε να καθίσει κι η οικοδέσποινα.
3.      Δ: ((με απορία στρέφοντας το βλέμμα στην κόρη του)) Θά ‘ρθει η θειά σου η Δέσποινα;
4.      Μυρ: Δεν ξέρω γιατ ((καταλαβαίνοντας την παρεξήγηση)) α όχι.
     [ο Κωνσταντίνος]
5.      Κ: [α όχι] εντάξει άστο δεν:=
6.      Δ:=δεν περιμένουμε κανέναν.(2) Το λοιπόν (1) ((σηκώνοντας το ποτήρι)) καλώς μας ήρθατε!
7.      Β: ((σηκώνοντας το ποτήρι και χαμογελώντας)) Καλώς σας βρήκαμε!
8.      Κ: ((χαμηλόφωνα και συνωμοτικά κοιτάζοντας τους υπόλοιπους)) Το χοντραίνεις.
9.      Κ: ((χαμηλόφωνα χαμογελώντας )) Μια ευχή είπα να κάνω κι εγώ.
10.  Μυρ: ((με σηκωμένο το ποτήρι με χαρούμενο χαμόγελο)) Το χωριό μου σας καλωσορίζει!
11.  Β: Ευχαριστούμε και ανταποδίδουμε.
12.  Μυρ: ((χαρούμενη)) Στην υγειά μας! (.) Να μαστε καλά!
13.  Μ: ((αφήνοντας τη σαλάτα στο τραπέζι, με φωνή τσιριχτή και διάπλατο χαμόγελο)) Άντε Μυρτούλα μου πάντα χαρές να χουμε!=
14.  Δ: ((σκουπίζοντας το μουστάκι με το χέρι του)) Λίγα λόγια εσύ::
15.  Μ: ((με μικρό παράπονο)) Αν ξαναμιλήσω να μου στραβώσει το στόμα=
16.  Δ: =Αμήν και πότε.
17.  Κ: Κυρία Μοσχούλα γεια στα χέρια σας!
18.  Μ: ((με τσιριχτή φωνή)) Σώπα καλέ: δεν έκανα και τίποτα!
19.  Β: ((γέρνοντας προς τον αδερφό της χαμηλόφωνα για να μην την καταλάβουν)) Ε: πώς τον λένε τον αρκούδο;
20.  Κ: ((χαμογελώντας ψεύτικα κοιτάζοντας αλλού και χαμηλόφωνα)) Σκάσε (.) Διαμαντή
21.  Β: Κύριε Διαμαντή: μου περνάτε τη σαλάτα;
22.  Δ: Από πού να στην περάσω;
23.  Β: ((ειρωνικά)) από ΚΤΕΟ=
24.  Μυρ: ((δίνοντάς του τη σαλάτα)) Εννοεί μπαμπά να της δώσεις την πιατέλα.
25.  Δ: ((σοβαρά και συνοφρυωμένα)) Α έτσ το λέτε στην Αθήνα;
26.  Μυρ: Ναι. (1) Μαμά μου περνάς το γιδοτύρι;
27.  Μ: Αμέσως χαρά μου!
28.  Κ: Μυρτώ μου περνάς την προβατίνα;
29.  Β: ((γέρνοντας πάλι προς τον αδερφό της χαμηλόφωνα)) Την υστέρω πώς την είπαμε;
30.  Κ: ((κοιτάζοντας αλλού και χαμηλόφωνα)) Κόφτο (.) Μοσχούλα.
31.  Β: Κυρία Μοσχούλα: (.) χωρίς να τσιρίξετε (.) μου περνάτε τα βατραχοπόδαρα;
32.  Δ: ((βαριά και συρτά)) Γυναίκα: (.) με περνάς τσ μπατσά;=
33.  Μυρ: Βίβιαν μου περνάς τ’ αμελέτητα;=
34.  Μ: ((με ενθουσιασμό και χαμόγελο)) =Να σας περάσω τα τσιτσίραβλα;
35.  Β: ((με ύφος κουρασμένο)) Αχ τι περατσάδα παναγία μου, ζαλίστηκα:
36.  Δ: ((ρεύεται επιδεικτικά και δυνατά))
37.  Β: ((στο άκουσμα δείχνει να πνίγεται από το κρασί που πίνει και με αγχωτικό τόνο)) Τι είναι; Σεισμός;
38.  Κ: ((χαμηλόφωνα και ψύχραιμα)) Χαλάρωσε:=
39.  Β: ((με τρόμο)) Σαν ν΄ άκουσα τη γη να βρυχάται:
40.  Μ: ((με χαμόγελο περηφάνιας)) Ο Διαμαντής ρεύτηκε!
41.  Β: ((με χαμόγελο)) Αχά! Τι γλυκό::!
42.  Μ: Μόσχος άντρα μου, μόσχος!
43.  Δ: ((τρίβοντας το στομάχι του)) Σαν να με φούσκωσ’ το μαρούλ.
44.  Β: ((με έντονα ειρωνικό χαμόγελο)) Ποιο μαρούλι:; Φάγατε ολόκληρο ένα μικρό προβατάκι!
45.  Κ: ((χαμηλόφωνα)) Γιατί ασχολείσαι;
46.  Β: ((επίσης χαμηλόφωνα και με χαμόγελο προς τον αδερφό της)) Who gives a sheet, ας φάει και τα κουτάβια!
47.  Δ: ((με χαμόγελο ικανοποίησης)) Καλά φάγαμε. Δόξα να χει ο γιαραμπής!
48.  Β: ((ξαφνιασμένη)) Α είναι ο πολιούχος του χωριού;
49.  ((χτυπάει η εξώπορτα))
50.  Μ: ((χωρίς να σηκωθεί από το τραπέζι φωνάζοντας δυνατά)) Ποιος είναι::; ((φωνή από το βάθος)): Ο ουκρανός!
51.  Μ: Έλα χριστέ και μπούκωνε, τι γυρεύει ο σαφρακιασμένος=
52.  Β: ((ενθουσιασμένη)) Για μένα είναι!
53.  ((Η Βίβιαν τρέχει γελώντας χαρούμενη και ανοίγει την πόρτα))
54.  Ου: Έκεις ένα νέο μήνυμα.
55.  Β: ((με ανυπομονησία)) Σε ακούω.
56.  Ου: Σε μία ώρα στο αλώνι του τουρκόσπορου. (.) διαγραφή;
57.  Β: ((ψυθιριστά)) Ναι.
58.  ((ευτυχισμένη σκοντάφτει πάνω στη Μοσχούλα με τα πιάτα))
59.  Μ: Τι ήθελε ο Ουκρανός;
60.  Β: ((τραγουδώντας)) Μη τον ρωτάς τον Ουρανό το σύννεφο και το φεγγάρι (.) Α, να ρωτήσω κάτι; Το αλώνι του τουρκόσπορου κατά πού πέφτει;
61.  Μ: Ου:: είναι μακριά. Θες κούρσα.

Κάτω Παρτάλι 26.46 – 29.00 (3η σκηνή)
Η σκηνή εκτυλίσσεται στην κρεβατοκάμαρα του Διαμαντή και της Μοσχούλας μεταξύ των δύο.
((Ο Διαμαντής όρθιος ανάβει τσιγάρο βλέποντας από το παράθυρο λίγο πριν πέσει για ύπνο και έκπληκτος αντικρίζει στο απέναντι παράθυρο τον Κωνσταντίνο να περιποιείται με κρέμες το πρόσωπό του στον καθρέφτη του μπάνιου))
1.      Κ: ((φωνάζοντας για να τον ακούσει η αδερφή του στο δωμάτιο)) Έχεις φέρει ενυδατική για τα μάτια:; ((όταν καταλαβαίνει ότι τον βλέπει ο Διαμαντής κλείνει τρομαγμένος την κουρτίνα))
2.      ((Η Μοσχούλα μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα))
3.      Μ: ((με έντονη απορία)) Τι κοιτάς καλέ:;
4.      Δ: ((ειρωνικά)) Έρχεται μπουρίν.
5.      Μ: Δεν τόπε το πρωί ο Ουγγαρέζος.
6.      Δ: Βρε άκου που σου λέω εγώ (.) έρχεται μπουρίν::
7.      Μ: Κρίμας να μην έχει καλό καιρό ν’ ανέβουν τα παιδιά μέχρι τον Προφήτ’ Ηλία:
8.      Δ: ((απότομα)) Ποια λες παιδιά (.) αυτά τα κουμάσια που μας κουβάλσε η προκομέν’ η κόρη σου;
9.      Μ: ((με έκπληξη και με χαμηλωμένη την ένταση της φωνής)) ι:: γιατί τα λες έτσι κακορίζικε;
10.  Δ: Σένα αυτός ο: ρεκλαματζής σε γεμίζ το μάτ;
11.  Μ: Ναι αμέ: γιατί:; Μορφωμένο παιδί, σεβαστικό.
12.  Δ: Εγώ πάλ τον κόβω για πολύ τσιγκολελέτα.
13.  Μ: Όλοι οι Αθηναίοι έτσι είναι. (1) Δεν τους βλέπεις στην τηλεόραση στα πάνελ
14.  Δ: Ο Θεός να με βγάλ ψεύτ=
15.  Μ: =άσε με μες στη μαύρη νύχτα με τη μίρλα σου. Σ΄έβαλε ο εξαποδώ να με διαολίσεις;
16.  Δ: ((εκνευρισμένος)) Το στέρνο του το είδες;
17.  Μ: Πού να το δω το στέρνο του καλέ; (.) ((κάνοντας το σταυρό της)) Μη χειρότερα. Ποια άλλη κατηγόρια θα μ’ έβρη; Ποιος σού πε ότι το ΄δε, η Παναγιώταινα; Που να μη την βρει ο δεκαπενταύγουστος!
18.  Δ: Άτριχος είναι, ούτε χνούδι. ((με αγανάκτηση)) Στέρνο, πλάτη σαν αβγό καθαρισμένο!
19.  Μ: ((συγκαταβατικά)) Μπορεί να ‘ναι σπανός.
20.  Δ: Κι εγώ σου λέω ότι πέφτει ξουράφ!
21.  Μ: ((με ένταση)) Σώπαινε μαυρόψυχε!
22.  Δ: ((θυμωμένος)) Μη τον υποστηρίζς μη σε ξεκοιλιάσω νυχτιάτκα!
23.  Μ: Εγώ; Τι με νοιάζει εμένα (.) δεν πα να κόψει και το σβέρκο του. Έχω δικά μου βάσανα εγώ!
24.  Δ: Σάμπως με νοιάζει εμένα; Ε μπα να ξουρίς και τον κώλο του; Γιος μου είναι ή:: ((κοιτάζοντας τη Μ. με νόημα)) σάμπως θα τον κάνω και γαμπρό;
25.  Μ: ((κοιτάζοντας αδιάφορα αλλού)) το δεύτερο=
26.  Δ: =Τι:::;=
27.  Μ: =((πιάνοντας το λαιμό της απότομα)) Το δεύτερο γαλακτομπούρεκο τι το θελα; Εδώ μού κατσε, ανάσα δεν μπορώ να πάρω, μπορεί να μη τη βγάλω τη νύχτα ((προσποιούμενη ότι πνίγεται))
28.  Δ: Αμήν!
29.  Μ: Τον κακό σου τον καιρό!
30.  Δ: ((με απελπισία)) Α:::ρε λαχτάρες μ’ ετοιμάζ πάλ’ η θυγατέραμ! Μάτι δεν θα κλείσω πάλ απόψε! ((και ξαπλώνει ροχαλίζοντας))
31.  Μ: ((παίρνει στα χέρια της μια εικόνα και σταυροκοπιέται με παράπονο)) Αγία Πελαγία μου βάλε το χέρι σου να μη χυθεί αίμα:!


Επεισόδιο 3 6.44 – 7.45 (4η σκηνή)
Η σκηνή εκτυλίσσεται στο καφενείο μεταξύ Διαμαντή και Βλάση, του νεαρού που είναι ερωτευμένος με την κόρη του Διαμαντή και γι’ αυτό μισεί τον Κωνσταντίνο ως ανταγωνιστή.
1.      Δ: ((αφήνοντας στο τραπέζι ένα κινητό)) Για δες ρε μάγκα τι μπορείς να βρεις.
2.      Β. Δε σε πήρε χαμπάρι ο Κώτσος.
3.      Δ: Πού να με πάρ χαμπάρι ο αλλόκοτος.
4.      Β. Δες τι έχει ο χαμένος για φόντο! ((δείχνει τη φωτογραφία του κινητού στον Δ.))
5.      Δ: ((χαμογελώντας ειρωνικά)) Το χαμένο το κορμί!
6.      Β. ((κοιτάζοντας τη φωτογραφία)) Κάνε όρεξη λιγούρη:
7.      Δ: Για τα μάτια σου τη φύλαγα κοτζάμ κοπελάρα=
8.      Β. Πες τα ρε Διαμαντή το στανιό μου! (1) Για να δούμε τι σκατά έχει μέσα . ((ψάχνοντας στο κινητό)) Φωτογραφίες (2) οχ:! ((δείχνοντας στο Διαμαντή το κινητό))
9.      Δ: ((έκπληκτος και θυμωμένος)) Ω το μαύρο το σκυλί:::! Τον έκοβα γω ότι φόραγε φουστάνια=
10.  Β. =Δεν είναι φουστάνι. Το φοράνε στις παραλίες οι χλεχλέδες.
11.  Δ: ((με αηδία)) Πάρτ’ από δω ρε Βλάσ’, πάρτο να μην ξεράσω πάνω σ’.
12.  Β: ((με χαμόγελο ικανοποίησης)) Τι σκέφτεσαι να κάνεις;
13.  Δ: Δεν έχω να διαλέξω, μονόδρομος είναι.
14.  Β: Δηλαδή=
15.  Δ: =Ζωντανό τον εθάβω στο μποστάν κι από πάνω ασβέστη!
16.  Β: Έχω μπόλικο ασβέστη στην αποθήκη.
17.  Δ: Α ρε Βλάση! Πού βρέθηκε στο δρόμο μου η μπαλαρίνα;
18.  Β: Κρίμα, (.) και δε του φαινότανε.
19.  Δ: Όχι και δε του φαινότανε: (1) Έμπλεξε η τσούπρα μου Βλάση:! Αλλά θα μπουν τα πράματα στη θέση τους (1) ((με θυμό χτυπώντας τα δυο χέρια στο τραπέζι)) Μένα μι λένε Διαμαντή! ((και αναποδογυρίζει το τραπέζι))

Επεισόδιο 3 35.06 -  36.53 (5η σκηνή)
Η σκηνή εκτυλίσσεται στο χαμάμ όπου κάθονται και συνομιλούν ο Διαμαντής με τον Κωνσταντίνο.
1.      Δ: Πριν από τον Γκέκα είχα ένα τσομπανόσκυλο (1) το Βρασίδα. ((κοιτάζοντας με απορία τα πόδια του Κ.)) Την ίδια αρρώστια είχε κι αυτός. (1) Λεβέντης σκύλος αλλά από τρίχα ούτε για δείγμα.
2.      Κ: ((κοιταζοντας με απορία)) Α; Ε:: ο:: όχι: εγώ:: δεν::=
3.      Δ: =άξαφνα μάδησες;
4.      Κ: Όχι δε μάδησα! Δεν:: (2) ((αποστρέφοντας το βλέμμα του από τον Δ.)) δεν έβγαλα ποτέ.
5.      Δ: ((με κατάπληξη)) Τι λε ρε;
6.      Κ: ((ψύχραιμα και κοφτά)) Όπως τ’ ακούς.
7.      Δ: ((κοιτάζοντας στο σημείο των γεννητικών οργάνων)) Ολούθε;
8.      Κ: Ολούθε.
9.      Δ: ((με έκπληξη)) Και να φανταστείς σε παρεξήγησα. (1) Έλεγα είσ’ ένας απ’ αυτούς τους: ανώμαλους που ξυρίζοντ’ όπου βρουν.
10.  Κ: Τώρα με προσβάλλεις!
11.  Δ: Συμπάθαμε. (2) Σι τρέξαν σι γιατρούς;
12.  Κ: Και πού δε με τρέξαν! (1) Φάρμακα, ενέσεις, παντού με τρυπήσανε.
13.  Δ: Τη: τρούπα στ’ αφτί;
14.  Κ: Απ’ τις ενέσεις είναι. (1) Τρυπήσανε αφτιά, μύτη, αφαλό, γλώσσα.
15.  Δ: ((με έκπληξη)) Άκου να δεις;
16.  Κ: Φρύδια, αστραγάλους.
17.  Δ: ((γουρλώνοντας τα μάτια κατάπληκτος)) Αστραγάλους;
18.  Κ: ((κοιτάζοντας αλλού με πίκρα στο πρόσωπο και κουνώντας το χέρι με άρνηση)) Δε θέλω να τα θυμάμαι. (1) Κι αποτέλεσμα μηδέν. (2) Τρίχες δεν έβγαλα.
19.  Δ: ((με απορία πιάνει το πρόσωπο του Κ. και το στρέφει προς το δικό του δείχνοντας το άλλο του αφτί)) Στο ένα τ’ αφτί η τρούπα έκλεισε. (3) ((με έκπληξη)) Άκου να ιδείς μωρέ δεν έβγαλε τρίχες ποτέ! (1) Είχα ένα συνεργάτη μου με τέτοιο κουσούρι. (1) Σπανομαρία τον φωνάζαμε.
20.  Κ: ((με απορία)) Διαμαντή εσύ με τι ακριβώς ασχολείσαι;
21.  Δ: ((με αυστηρό βλέμμα και ύφος, κοφτά)) Γιατί ρωτάς;
22.  Κ: Όι: έτσι: με τα αγροτικά, τις καλλιέργειες;
23.  Δ: ((με καρφωμένο το βλέμμα πάνω του)) Σαν πολλή ώρα δεν κάτσαμε; Παπαριάσαμε.