Κινδυνολογία και παραφιλολογία γύρω από τη γλώσσα


(Εργασία στο πλαίσιο μεταπτυχιακού μαθήματος στο ΕΑΠ)

Εισαγωγή
Σκοπός της εργασίας είναι να αντικρούσει με γλωσσολογικά επιχειρήματα την επιστολή που δημοσίευσε μια δασκάλα στον ιστότοπο του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Π.Ε «Αλέξανδρος Δελμούζος» το 2012, στην οποία εκφράζει τους φόβους της για την τύχη της ελληνικής γλώσσας λόγω της νέας γραμματικής Ε΄ και Στ΄ δημοτικού που διανεμήθηκε την προηγούμενη χρονιά στα σχολεία. Η εργασία εστιάζει στην ανασκευή των επιχειρημάτων της δασκάλας που αφορούν την υποτιθέμενη κατάργηση φωνηέντων και συμφώνων της ελληνικής μέσα από τη διδασκαλία της συγκεκριμένης Γραμματικής, την κινδυνολογία γύρω από τις ορθογραφικές αλλαγές που επικαλείται καθώς και γλωσσικούς μύθους που αποτελούν αφετηρία της σκέψης της. Τέλος τεκμηριώνει το ιδεολογικό πρόσημο της επιχειρηματολογίας της δασκάλας εστιάζοντας στις παρεξηγήσεις που γεννά η κατασκευασμένη σχέση έθνους και γλώσσας.

1. Το ιστορικό
Πολλά παραδείγματα του πρόσφατου και απώτερου παρελθόντος επιβεβαιώνουν το μεγάλο δημόσιο ενδιαφέρον γύρω από γλωσσικά θέματα. Για να περιοριστούμε μόνο στη μεταπολιτευτική περίοδο, η καθιέρωση του μονοτονικού, η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο γυμνάσιο, η «λεξιπενία» της ελληνικής κοινωνίας και ειδικά των νεότερων έχουν προκαλέσει έναν δημόσιο διάλογο για τη γλώσσα στον οποίο κυριαρχεί πάντοτε η ιδέα ότι η γλώσσα κινδυνεύει και τείνει προς εξαφάνιση.
Η περίπτωση με την οποία ασχολείται η εργασία αφορά συζήτηση που άνοιξε μια δασκάλα το καλοκαίρι του 2012 καταγγέλλοντας την ομάδα συγγραφής του νέου βιβλίου γραμματικής στο δημοτικό (Φιλιππάκη‐Warburton, Γεωργιαφέντης, Κοτζόγλου & Λουκά, 2011) ότι εξαφάνισε από την ελληνική γραμματική κάποια φωνήεντα και κάποια σύμφωνα της ελληνικής γλώσσας. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο ωστόσο δεν ήταν η ίδια η επιστολή της δασκάλας ούτε ίσως και η άγνοιά της γύρω από γλωσσολογικά θέματα αλλά η εμφατική προβολή και η υιοθέτηση των θέσεών της από διάφορα ΜΜΕ που αρέσκονται να φιλοξενούν απόψεις περί «εθνικής καθαρότητας» και «γλωσσικού αφελληνισμού» (Χριστίδης, 1999: 74). Στην πραγματικότητα είναι αυτά που προκάλεσαν γι’ άλλη μια φορά έναν «ηθικό πανικό» μέσα στον οποίο κλήθηκαν όλοι να πάρουν θέση (Μοσχονάς, 2005: 305). Το μέγεθος του πανικού που προκλήθηκε φάνηκε ακόμη περισσότερο όταν ο επιστημονικός κόσμος αναγκάστηκε να παρέμβει με κείμενο 140 γλωσσολόγων που αντέκρουαν τις ανυπόστατες κατηγορίες της δασκάλας και έθεταν το ζήτημα σε επιστημονική βάση.

2. Φωνήεντα και σύμφωνα της ελληνικής
Το κεντρικό ζήτημα που θέτει η επιστολή της δασκάλας είναι η κατάργηση φωνηέντων και συμφώνων της ελληνικής γλώσσας. Πιο συγκεκριμένα «ανακαλύπτει» στη νέα γραμματική ότι τα φωνήεντα που καταγράφει είναι μόνο πέντε τα α, ε, ι, ο, ου και εξεγείρεται γιατί δεν περιλαμβάνονται τα η, υ, και ω. Με την ίδια λογική θεωρεί ότι η γραμματική καταργεί και δύο σύμφωνα τα ξ και ψ. Είναι σαφές ότι η σύγχυση προκαλείται από την άγνοια διάκρισης ανάμεσα στη γλώσσα και τη γραφή της. Αν πάμε στη σελίδα της γραμματικής που αναφέρεται στα φωνήεντα και τα σύμφωνα θα διαπιστώσουμε ότι η αναφορά δεν γίνεται στα γράμματα της ελληνικής γλώσσας αλλά στους φθόγγους της, δηλαδή στους ήχους της (Φιλιππάκη‐Warburton, Γεωργιαφέντης, Κοτζόγλου & Λουκά, 2011: 36). Μάλιστα αυτό γίνεται σαφές από το γεγονός ότι οι ήχοι αυτοί φιλοξενούνται μέσα σε αγκύλες κάτι που δηλώνει ότι πρόκειται για φωνές και όχι για γράμματα (Πετρούνιας, 2002: 235). Θα ήταν ακόμη πιο κατανοητό αν χρησιμοποιούνταν τα σύμβολα του διεθνούς φωνητικού αλφάβητου [a], [e], [i], [o], [u] με το οποίο αποδίδονται διεθνώς τα φωνήματα κάθε γλώσσας (Αναγνωστοπούλου, 2013: 60) αλλά κάτι τέτοιο μάλλον θα ξεσήκωνε ακόμη μεγαλύτερες αντιδράσεις (Κοτζόγλου, 2012: 84). Όσο για τα σύμφωνα ξ και ψ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ακόμη και η γραμματική Τριανταφυλλίδη, η οποία για τη δασκάλα είναι σημείο αναφοράς, ονομάζει τα γράμματα αυτά διπλά γιατί παριστάνουν δύο φθόγγους: [ks] και [ps] (Τριανταφυλλίδης, 1996: 30). Άλλωστε ο ίδιος ο Τριανταφυλλίδης σε σημείωση που παραθέτει στη Γραμματική του φαίνεται υποψιασμένος για τη σύγχυση που μπορεί να προκληθεί μεταξύ γραμμάτων και φθόγγων και γι’ αυτό μιλάει για «φθογγοφωνήεντα» και φθογγοσύμφωνα» από τη μια και «γραμματοφωνήεντα» και γραμματοσύμφωνα» από την άλλη (Τριανταφυλλίδης, 1996: 29).
Παρακάτω στην επιστολή της η δασκάλα διαμαρτύρεται επειδή στα φωνήεντα περιλαμβάνεται ο δίφθογγος ου, όπως επίσης και το γεγονός ότι θεωρούνται σύμφωνα τα δίψηφα ντ, μπ, γκ. Η αφετηρία της παρεξήγησης είναι η ίδια με την προηγούμενη. Η δασκάλα συγχέει τη γραφική παράσταση με τον ήχο που αυτή αναπαριστά. Και η γραφή δεν είναι τίποτε άλλο παρά η οπτική συμβολοποίηση της προφοράς (Πετρούνιας, 2002: 234). Αυτό που εύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε είναι ότι δεν υπάρχει πλήρης αντιστοίχηση ένα προς ένα μεταξύ φθόγγων και γραμμάτων. Έτσι στα ελληνικά για παράδειγμα μπορεί να παρασταθεί ένας φθόγγος με πολλά γραφήματα όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει με τον φθόγγο [i] για τον οποίο τα γραφήματα είναι έξι: <ι>, <η., <υ>, <ει>, <οι> και <υι>. Δεν ισχύει λοιπόν η αρχή της αμφιμονοσημαντότητας που θα περιόριζε παραλογισμούς όπως ο παραπάνω (Πετρούνιας, 2002: 233, 235). Στην περίπτωση των ου, ντ, μπ και γκ έχουμε να κάνουμε με δίψηφους φθόγγους ή όπως τους χαρακτηρίζει ο Πετρούνιας (ο.π. 236) δίγραφους. Μ’ άλλα λόγια ο ήχος είναι ένας αλλά η γραφηματική αναπαράσταση αποτελείται από συνδυασμό γραφημάτων.

2.1 Αλλόφωνα
Ένα επιχείρημα της επιστολής με το οποίο υποτίθεται ενισχύεται η άποψη περί κατάργησης φωνηέντων και συμφώνων είναι αυτό που αφορά τα αλλόφωνα. Η δασκάλα παραθέτει απόσπασμα της γραμματικής στο οποίο διευκρινίζεται ότι η συγκεκριμένη γραμματική δεν θα επεκταθεί στην ανάλυση φαινομένων αλλοφωνίας για να μην προκαλέσει σύγχυση σε μαθητές και δασκάλους (Φιλιππάκη‐Warburton κ.α, 2011: 36). Είναι προφανές ότι δεν γίνεται αντιληπτή η έννοια της αλλοφωνίας από τη δασκάλα. Αυτό που διευκρινίζει η γραμματική αφορά την πραγμάτωση φωνημάτων που ως φυσικοί ήχοι, δηλαδή φθόγγοι, διαφοροποιούνται κατά την εκφορά του λόγου. Στην περίπτωση π.χ των λέξεων <κάρο> [karo] και <κερί> [ceri] το φώνημα /k/ πραγματώνεται με δύο διαφορετικούς ήχους με βάση την τοποθέτηση της γλώσσας στη στοματική κοιλότητα. Ο ένας υπερωικός [k] στη λέξη <κάρο> και ο άλλος ουρανικός [c] στη λέξη /keri/. Οι δύο αυτοί ήχοι είναι αλλόφωνα, δηλαδή διαφορετικές ηχητικές πραγματώσεις, του ίδιου φωνήματος. Μάλιστα στην παραπάνω περίπτωση ο ένας δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον άλλο. Αυτό μπορεί να συμβεί στις περιπτώσεις των αλλόφωνων ελεύθερης ποικιλίας που βρίσκουμε στις διαλέκτους. Για παράδειγμα η λέξη «λιμάνι» /limani/ που προφέρεται στην κοινή [limani] εμφανίζεται σε διαλεκτόφωνους με ουράνωση των /l/ και /n/ ως [ʎimaɲi] (το /l/ όπως στη λέξη «ήλιος» και το /n/ όπως στη λέξη «νιώθω») (Αναγνωστοπούλου, 2013: 68). Η γραμματική λοιπόν επισημαίνει ότι δεν θα προχωρήσει στην ανάλυση αυτών των φαινομένων γιατί θεωρεί ότι ανήκουν σε εξειδικευμένο πεδίο μελέτης που δεν ταιριάζει με την ηλικία των μαθητών. Επομένως δεν υπάρχει καμία απόκρυψη και πολύ περισσότερο καμία κατάργηση φωνηέντων ή συμφώνων της ελληνικής.

3. Υπάρχει «Φωνητική Γραμματική»;
Στην επιστολή της η δασκάλα επεκτείνεται και σε θέματα που δεν αφορούν άμεσα την συγκεκριμένη γραμματική. Με αφετηρία λοιπόν το αρχικό αναλυτικό και εστιασμένο στα γράμματα ξέσπασμά της συνάγει το συμπέρασμα ότι η γραμματική αυτή είναι «φωνητική». Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει τέτοιος όρος για τη γραμματική. Οι γραμματικές συνήθως διακρίνονται σε ρυθμιστικές και περιγραφικές. Στην εποχή των αλεξανδρινών φιλολόγων, οπότε και εμφανίζεται η Γραμματική τέχνη, αλλά και αργότερα κατά την αναγέννηση η γραμματική θεωρούνταν ο κανόνας που επιβάλλει τη σωστή χρήση. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει με τις σύγχρονες γραμματικές, αφού αυτές ενδιαφέρονται να περιγράψουν τη γλωσσική κανονικότητα κι επομένως δεν ρυθμίζουν τη χρήση επιβάλλοντας κανόνες του «πρέπει» και δεν «πρέπει», του σωστού και του λάθους (Καρατζόλα, 2000: 18) Ακολουθούν τη δυναμική της γλώσσας καθώς αυτή αλλάζει και προσπαθούν να την περιγράψουν.

4. Ορθογραφία και φωνητική γραφή
Βέβαια φαίνεται ότι με τον όρο «φωνητική γραμματική» η επιστολή της δασκάλας μάλλον αναφέρεται σε περιπτώσεις ορθογραφικής απλοποίησης όπως αυτή που επικαλείται ως παράδειγμα: «αυγό ή αβγό, ξύδι ή ξίδι;». Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε καταρχάς ότι το ελληνικό ορθογραφικό σύστημα, όπως και όλα τα ορθογραφικά συστήματα, είναι ιστορικά διαμορφωμένο και δεν ανταποκρίνεται στη  σύγχρονη εκδοχή της ελληνικής προφοράς. Έτσι όπως είδαμε εξηγούνται και οι αναντιστοιχίες μεταξύ φθόγγων και γραφημάτων. Ωστόσο η λεγόμενη απλοποίηση της ορθογραφίας ή καλύτερα ο μερικός επανεγγραφισμός (Παπαναστασίου, 2008: 77) είναι μια τακτική που ακολουθείται και στα ελληνικά και σε άλλες γλώσσες με βάση κάποιες θεμελιακές αρχές (Παπαναστασίου, 2008: 184-216). Ειδικά στα ελληνικά η μεγάλη αλλαγή έγινε μεταξύ 1976 και 1982.
Το πρόβλημα γεννιέται επειδή η ορθογράφηση των λέξεων αποτελεί ένα υλικό αποτύπωμα που δεσμεύει ψυχολογικά τον χρήστη ως εικόνα χειροπιαστή και γι’ αυτό η οποιαδήποτε αλλαγή ξενίζει ή ακόμα και ξεσηκώνει αντιδράσεις. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι η ορθογραφία είναι άμεσα συνδεμένη με το ιστορικό παρελθόν, το οποίο αποτελεί για τις κοινωνίες σημείο εθνικής ταυτοτικής αναφοράς, είναι εύλογο να θεωρείται κεντρικό πολιτιστικό αγαθό που δύσκολα αγγίζεται αν δεν το επιτρέπουν οι ιστορικές συγκυρίες (Παπαναστασίου, 2008: 77). Κάπως έτσι αμέσως μετά τη δικτατορία και με καταρρακωμένο το κύρος της καθαρεύουσας, έγινε εφικτή μια σχετικά μεγάλη ορθογραφική μεταρρύθμιση που αφορούσε τις καταλήξεις της υποτακτικής (-ει αντί –η), την καθιέρωση του –ο- στους συγκριτικούς βαθμούς των επιθέτων (νεότερος) και απλοποιήσεις δανείων (τρένο αντί τραίνο) (Κακριδή-Φερράρι, 2008: 369). Καμία από αυτές τις αλλαγές όπως και άλλες που ακολούθησαν ή θα ακολουθήσουν δεν πρόκειται να επηρεάσει τη γλώσσα, αφού το ορθογραφικό σύστημα δεν είναι αυτοτελές αλλά ακολουθεί τη γλώσσα που για τη γλωσσολογία είναι προφορική (Κακριδή-Φερράρι, 2008: 367). Έτσι π.χ εξηγείται, μεταξύ άλλων, ότι η γλώσσα του Σολωμού παραμένει ελληνική αν και η ορθογραφία των χειρογράφων του είναι σχεδόν φωνητική (Παπαναστασίου, 2008: 115).

4.1 Μονοτονικό
Την  ορθογραφία αφορά και η καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος για το οποίο η συντάκτρια της επιστολής ισχυρίζεται ότι «έφερε τη δυσλεξία στην πρώτη θέση των μαθησιακών δυσκολιών». Επικαλείται μάλιστα γι’ αυτό, χωρίς να την κατονομάζει, μια έρευνα που το απέδειξε. Πρόκειται για έρευνα ψυχολόγων και ψυχιάτρων  οι οποίοι προσπάθησαν να αποδείξουν ότι μαθητές που διδάσκονταν την ελληνική με πολυτονικό σύστημα γραφής αλλά και με διαρκή επαφή με την αρχαία ελληνική εμφάνισαν λιγότερες μαθησιακές δυσκολίες από άλλους που ακολουθούσαν την προβλεπόμενη από το αναλυτικό πρόγραμμα διδασκαλία της γλώσσας (Τσέγκος, Παπαδάκης & Βεκιάρη,  2005). Η συγκεκριμένη έρευνα αποδείχτηκε ότι είχε σοβαρά μεθοδολογικά προβλήματα που επιστημονικά την καθιστούν έωλη (Ταξιτάρη, 2010: 57-67).
Πέρα όμως από τη μεθοδολογική αστοχία της έρευνας θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στα ελληνικά ο τόνος είναι δυναμικός, είναι δηλαδή η αυξημένη ένταση της φωνής μέσα στα όρια της λέξης. (Παπαναστασίου, 2008: 429). Στη γραφή λοιπόν το τονικό σημάδι δίνει αυτή την πληροφορία και τίποτα περά απ’ αυτό. Έτσι διευκολύνεται η διάκριση παρωνύμων όπως /θόlos/ - /θοlόs/ ή περιπτώσεις σημασιολογικής διαφοροποίησης όπως γειτονία – γειτονιά (Παπαναστασίου, 2008: 430). Από την άλλη μεριά το πολυτονικό είναι ένα σύστημα που καθιερώθηκε την εποχή των αλεξανδρινών φιλολόγων όταν η προφορά της ελληνικής είχε απομακρυνθεί από την προφορά της αρχαίας ελληνικής και γι’ αυτό επινοήθηκαν τα τονικά σημάδια ώστε να μπορούν οι μελετητές της αρχαίας γραμματείας να μιμηθούν μια προφορά που είχε χαθεί (Τσαντσάνογλου, 2001: 987).  Επομένως σήμερα η χρήση των συμβόλων του πολυτονικού συστήματος δεν προσφέρει καμία πληροφορία για τη γλώσσα από τη στιγμή που η νέα ελληνική δεν έχει μακρά, βραχέα ή δασέα φωνήματα ούτε και μουσικό τονισμό.

5. Ετυμολογία
Ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο της επιστολής είναι εκείνο που αναφέρεται στην ετυμολογία των λέξεων. Χωρίς ιδιαίτερες λεπτομέρειες και εξηγήσεις, απλώς συνθηματολογικά, διατυπώνεται η πρόβλεψη ότι «Η ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΘΑ ΧΑΘΕΙ». Αυτό μάλιστα συνδέεται με τη μετατροπή της ελληνικής γλώσσας σε «συμβατική». Η ετυμολογία των λέξεων αποτελεί ένα πεδίο ιδιαίτερα γοητευτικό στη δημόσια σφαίρα. Γύρω από την ετυμολογία μπορούμε να διακρίνουμε δύο βασικές παρεξηγήσεις. Η πρώτη ότι η γνώση της ετυμολογίας αποτελεί προϋπόθεση για τη χρήση των λέξεων. Πρόκειται για θεμελιώδη σύγχυση ανάμεσα στο «μιλώ τη γλώσσα μου/μιλώ για τη γλώσσα μου» (Βελούδης, 2010: 124). Όταν αναφερόμαστε στην ετυμολογία των λέξεων αναφερόμαστε στην ιστορία της γλώσσας και όχι στην ίδια τη γλώσσα. Κάτι που αποτελεί γνωστικό αντικείμενο του ερευνητή αλλά όχι του χρήστη ο οποίος δεν έχει ανάγκη την ετυμολογία για να μιλήσει τη γλώσσα του (Χριστίδης, 1999: 86). Αρκεί να σκεφτούμε ότι η γλώσσα για τον ομιλητή έχει μόνο συγχρονική διάσταση κάτι που αποτελεί και προτεραιότητα για την ίδια την γλωσσολογία. Μοιάζει με μια παρτίδα σκάκι που μπορεί κάποιος να την παρακολουθήσει και να συμμετέχει σ’ αυτήν ακόμη κι αν δεν ξέρει τις κινήσεις που έχουν προηγηθεί (Saussure, 1979: 125).
Η δεύτερη παρεξήγηση αφορά τη σχέση λέξης και αντικειμένου. Εδώ η σύγχρονη γλωσσολογία έχει μια βασική αρχή που λέγεται αυθαίρετο του γλωσσικού σημείου. Σύμφωνα με τον Saussure (1979: 102) που πρώτος διατύπωσε την αρχή αυτή, η σχέση σημαίνοντος και σημαινομένου δεν έχει καμία εσωτερική σύνδεση. Η ιδέα, όπως λέει, «αδερφή» δεν έχει κανέναν εσωτερικό δεσμό με το εκφώνημα [aDerfi]. Η σχέση τους είναι αυθαίρετη και γι’ αυτό η ίδια έννοια εμφανίζεται με διαφορετική ηχητική ακολουθία σε κάθε γλώσσα. Επομένως δεν μπορούμε να μιλούμε για συμβατικές και μη συμβατικές γλώσσες.

6. Ο μύθος της καθαρότητας των γλωσσών
Η δασκάλα στην επιστολή της δείχνει να αναπαράγει μια σειρά από μύθους που διαμορφώνουν τα στερεότυπα που αναπαράγονται για τη γλώσσα και ειδικά την ελληνική.  Όλοι οι μύθοι έχουν ως αφετηρία την αντίληψη περί καθαρότητας της ελληνικής και γι’ αυτό ήδη από τον τίτλο της επιστολής η δασκάλα θέτει το δεοντολογικό αίτημα να παραμείνει η γλώσσα «ΑΝΕΠΑΦΗ». Ποια γλώσσα όμως μπορεί να μείνει ανέπαφη; Οι γλώσσες και οι πολιτισμοί τους είναι δημιουργήματα της Ιστορίας και προφανώς κάτι τέτοιο σημαίνει ότι η επαφή μεταξύ τους είναι αναπόφευκτη (Χριστίδης, 1999: 63). Το πιο έκδηλο ίσως στοιχείο που αποδεικνύει την επαφή των γλωσσών είναι ο δανεισμός λέξεων. Οι συναντήσεις των λαών αφήνουν το αποτύπωμά τους στο λεξιλόγιο των γλωσσών, ανεξάρτητα από το αν είναι επαφές μικρές ή μεγάλες, φιλικές ή εχθρικές (Χριστίδης, 2005: 160). Γι’ αυτό κι ένα μεγάλο μέρος του λεξιλογίου όλων των γλωσσών προέρχεται από δανεισμό.

6.1 Τα δάνεια της ελληνικής
Η ελληνική διαθέτει λεξιλόγιο από τουρκικά, αλβανικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά κ.α. Μόνο που η προσαρμογή των λέξεων αυτών στην ελληνική μορφολογία και φωνολογία μας κάνει να πιστεύουμε ότι οι λέξεις αυτές είναι ελληνικές. Ίσως κανείς φυσικός ομιλητής δεν φαντάζεται ότι λέξεις όπως σπίτι, μπέσα, μπαμπάς, πόρτα, παράδεισος κατάγονται από άλλες γλώσσες. Βέβαια υπάρχουν και δάνεια που δεν προσαρμόζονται στο ελληνικό φωνομορφολογικό σύστημα όπως οι λέξεις μπαρ, φαξ. Παρά τις προσπάθειες να αντικατασταθούν με άλλες εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται και μάλιστα να δίνουν και παράγωγα όπως φαξάρω, μπαράκι κλπ. Ενσωματώθηκαν δηλαδή πλήρως στη γλωσσική συνείδηση των ομιλητών. Οι λέξεις που προτάθηκαν ως αντικαταστάτριες είχαν προβλήματα στη χρήση. Έτσι η λέξη κυλικείο έχει σημασιολογικό έλλειμμα αφού δεν αποδίδει τη σύνδεση με το είδος της διασκέδασης που προσφέρει ένα μπαρ και γι’ αυτό χρησιμοποιείται μόνο για σχολεία, νοσοκομεία κλπ. Από την άλλη η λέξη τηλεομοιότυπο αντί του φαξ είναι μεγάλη με δύσκολη προφορά. (Χριστίδης, 2005: 163)
Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι λέξεις δεν υπάρχουν χωρίς τα πράγματα. Μαζί μ’ αυτά μπαίνουν στη ζωή ενός λαού και τα ονόματά τους (Βελουδής, 2009). Λέξεις όπως τηλέφωνο, ουρανοξύστης, ποντίκι (ως εξάρτημα του υπολογιστή) είναι δάνεια που ήρθαν από έξω μαζί με τα τεχνολογικά προϊόντα που δηλώνουν και τα οποία ήταν άγνωστα στην ελληνική πραγματικότητα. Η λέξη τηλέφωνο αν και κατασκευάστηκε από υλικά της αρχαίας ελληνικής (< αγγλ. telephone) έφτασε ως δάνειο μαζί με τη συσκευή. Η λέξη ουρανοξύστης είναι ένα μεταφραστικό δάνειο. Δηλαδή έγινε μια πιστή μετάφραση στα ελληνικά της αγγλικής λέξης sky-scraper και δημιουργήθηκε η λέξη ουρανοξύστης που μέχρι τότε δεν υπήρχε στα ελληνικά. Στην περίπτωση της λέξης ποντίκι η ελληνική δανείστηκε τη νέα σημασία που αφορά το εξάρτημα του υπολογιστή και για να την αποδώσει χρησιμοποίησε τη μετάφραση της λέξης mouse. Έτσι η ήδη υπάρχουσα λέξη ποντίκι απέκτησε άλλη μία σημασία δανεισμένη από έξω. (Παπαναστασίου, 2001: 46) Μετά απ’ όλα αυτά είναι άξιο απορίας με ποιο τρόπο άραγε μπορεί μια γλώσσα να μείνει ανέπαφη.

Συμπέρασμα
Στην επιστολή της δασκάλας είναι έκδηλη η άγνοια βασικών γλωσσολογικών αρχών που διέπουν τη γλώσσα αλλά και ειδικότερα την ελληνική. Ο κοινός παρανομαστής δεν είναι άλλος από την κινδυνολογία που στρέφεται γύρω από τη φθορά και την τελική καταστροφή της γλώσσας. Ωστόσο οι γλώσσες δεν καταστρέφονται, απλώς αλλάζουν (Χριστίδης, 2005: 162). Για να καταστραφεί και να εξαφανιστεί μια γλώσσα θα πρέπει είτε να πεθάνουν όλοι οι ομιλητές της είτε να υποσκελιστεί η χρήση της με συστηματικό τρόπο από κάποια ισχυρότερη γλώσσα με όρους πολιτικούς και όχι γλωσσικούς (Χριστίδης, 1999: 81). Τα φοβικά σύνδρομα λοιπόν απέναντι στην αλλαγή σχετίζονται περισσότερο με την ιδεολογία για το έθνος και όχι με την ίδια τη γλώσσα. Η ιδεολογία αυτή αντιλαμβάνεται τη γλώσσα σαν έναν ενιαίο και αδιάσπαστο χώρο που ταυτίζεται με το έθνος – κράτος. Οποιαδήποτε λοιπόν αλλαγή εκλαμβάνεται σαν εισβολή που διαρρηγνύει την ενότητα και τη συνέχεια του φαντασιακού αυτού χώρου (Μοσχονάς, 2005: 308). Έτσι εξηγείται και η στάση που υιοθετεί η δασκάλα στην επιστολή της με την οποία προτείνει ένα είδος γλωσσικής αστυνόμευσης για να προστατευτεί η καθαρότητα του έθνους (Χριστίδης, 1999: 41).

Βιβλιογραφία
Αναγνωστοπούλου, Ε. (2013). Το σύστημα της γλώσσας: Περιγραφή και ανάλυση. Στο Γ. Ι. Ξυδόπουλος (επιμ.) Γλώσσα, Κοινωνία και Εκπαίδευση: Εγχειρίδιο Μελέτης (σσ. 58-73). Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Βελουδής, Γ. (2009, Νοέμβριος 14). Γλωσσικός φετιχισμός. Ελευθεροτυπία. Ανακτήθηκε 1 Ιανουαρίου, 2018, από http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=101655.


Βελούδης, Γ. (2010). Μιλώ τη γλώσσα μου/Μιλώ για τη γλώσσα μου. Στο Μελέτες για την ελληνική γλώσσα 30 (σσ. 123-136). Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
Κακριδή – Φερράρι, Μ. (2008). Ορθογραφικές μεταρρυθμίσεις: Στάσεις και αντιστάσεις. Στο Μ. Θεοδωροπούλου (Επιμ.), Θέρμη και Φως – αφιερωματικός τόμος στη μνήμη του Α. Φ. Χριστίδη (σσ. 365-383). Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Καρατζόλα, Ε. (2000). Γραμματική, γλωσσικό μάθημα και προγράμματα σπουδών στην Ελλάδα. Γλωσσικός Υπολογιστής (τόμος 2, τεύχος 1-2, Δεκέμβριος 2000) σσ. 15-31.
Κοτζόγλου, Γ., 2012. Η δίκη των φωνηέντων. The Books’ Journal, 23, σσ. 84-88. Διαθέσιμο στο: http://goo.gl/uLYcAO
Μοσχονάς, Σ. Α. (2005). Ιδεολογία και Γλώσσα. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
Παπαναστασίου, Γ. (2001). Γλωσσικός δανεισμός. Στο Α. Φ. Χριστίδης (Επιμ.), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα (σσ. 45-49). Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Παπαναστασίου, Γ. (2008). Νεοελληνική ορθογραφία – ιστορία, θεωρία, εφαρμογή. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
Πετρούνιας, Ε. (2002). Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική («Αντιπαραθετική») Ανάλυση, Τόμος Α’: Φωνητική και Εισαγωγή στη Φωνολογία, Μέρος Α΄: Θεωρία (2η Έκδοση). Θεσσαλονίκη: Ζήτη.
Saussure, F. de. (1979). Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας. μτφρ. Φ. Δ. Αποστολόπουλου. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.
Ταξιτάρη, Λ. (2010). Η εκδίκηση των τόνων ή επιστημονικές ατονίες. Γλωσσολογία (τ. 18), σσ. 57-67. Ανακτήθηκε 1 Ιανουαρίου, 2018, από http://glossologia.phil.uoa.gr/node/43.
Τριανταφυλλίδης, Μ., 1941. Νεοελληνική Γραμματική της δημοτικής. Ανατύπωση 1996. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη).
Τσαντσάνογλου, Κ. (2001). Τονισμός. Στο Α. Φ. Χριστίδης (Επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα (σσ. 985-990). Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
Τσέγκος, Ι. Κ., Παπαδάκης, Θ. Ν. & Βεκιάρη, Δ. (2005). Η εκδίκηση των τόνων: Η επίδραση των «Αρχαίων Ελληνικών» και του «Μονοτονικού» στην ψυχοεκπαιδευτική εξέλιξη του παιδιού – Συγκριτική μελέτη. Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Φιλιππάκη-Warburton, E., Γεωργιαφέντης, Μ., Κοτζόγλου, Γ. και Λουκά, Μ., 2011. Γραμματική Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού. Αθήνα: ΟΕΔΒ.
Χριστίδης, Α. Φ. (1999). Γλώσσα, Πολιτική, Πολιτισμός. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις.
Χριστίδης, Α. Φ. (2005). Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].

Δεν υπάρχουν σχόλια: